Yπάρχει κοινή λογική; Και πόσο κοινή είναι τελικά; Τι σημαίνει common sense; Buy the jacket and run. But first vote. And keep your fingers crossed.
Fashion stories made in Greece
Γιορτή της ελληνικής μόδας
Η όμορφη αυλη του νεοκλασικού που στεγάζει την Pansik, στο Σύνταγμα, ήταν γεμάτη κόσμο και τις τρεις μέρες.
Στο νεοκλασικό κτίριο της Pansik στην οδό Βουλής, με εντυπωσίασαν η φρεσκάδα, οι όμορφες ιδέες και κυρίως η εξωστρέφεια. Θαύμασα ασυνήθιστα κοσμήματα και αξεσουάρ, τσάντες για τη θάλασσα, πετσέτες, μαγιό, σανδάλια, καπέλα από ανακυκλωμένα υλικά, κοσμήματα-θήκες για αναπτήρες: σύγχρονο ντιζάιν σε σύγχρονη συσκευασία. Αγόρια και κορίτσια, γυναίκες και άνδρες, με επιχειρηματικές ανησυχίες, έστησαν μικρές «οάσεις» σε μια αυτοσχέδια πασαρέλα στους χώρους του κτιρίου - ένα φυτώριο, ένα πολυσυλλεκτικό ανθολόγιο μόδας, πραγματικά εντυπωσιακό. Οταν δεν εξηγούσαν στους επισκέπτες τι φτιάχνουν, τι έκαναν πριν ασχοληθούν με δαχτυλίδια και πέδιλα και όταν δεν έβγαζαν selfies με φίλους και γνωστούς, οι νέοι σχεδιαστές ανέβαζαν εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την προώθηση του brand τους.
Παρόντες και άνθρωποι που γνωρίζουν το παρασκήνιο της βιομηχανίας μόδας: μοιράστηκαν με τους συμμετέχοντες πολύτιμες εμπειρίες. Οπως η Mελίνα Πίσπα, από το Sun of a Beach, που εξήγησε πώς η ιδέα για το σχεδιασμό μιας πολυτελούς πετσέτας για τη θάλασσα εξελίχθηκε σε success story. «Μέσα σε τρία χρόνια βρισκόμαστε στις σημαντικότερες μπουτίκ στην Ελλάδα και σε 25 σημεία πώλησης στο εξωτερικό, με σημαντικότερα το παρισινό Le Bon Marche και το Shopbop, το μεγαλύτερο αμερικανικό eshop. Η καινοτομία είναι ότι πήραμε την πετσέτα θαλάσσης από τα καταστήματα λευκών ειδών και την κάναμε “της μόδας”»!
Γνώρισα και τη Μαίρη Γαϊτάνη (www.marygaitani.com), αρχιτέκτονα που σπούδασε στη Φλωρεντία και σήμερα φτιάχνει υπέροχα κοσμήματα τον Δημήτρη Δαμάσκο του Amberly Cross (www.amberlycross.com), σχεδιαστή κοσμημάτων που βασίζονται στην απλότητα των επαναλαμβανόμενων μοτίβων, κυρίως σταυρών τη Μαργαρίτα Χρυσάκη ή Maggoosh, όπως τη φωνάζουν οι φίλοι της (www.maggoosh.com), η οποία, όταν δεν σχεδιάζει κολιέ και δαχτυλίδια, ασχολείται με τη ναυτιλία και τα οικονομικά. Τι ξεχώρισα; Την Aisha Diri, που σπούδασε στο Λονδίνο, εργάστηκε στο Μιλάνο και τα ρούχα της είναι εμπνευσμένα από την Ελλάδα (www.aishadiri.com). Και την Ολυμπιονίκη του πόλο, Γιούλη Λάρα, με τα One Zipper (onezipper.gr) της, ολόσωμες φόρμες για άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Αφρικανικά μοτίβα και μαγιό με... άποψη
Zήτησα από την Ελληνογαλλίδα Irene Mamfredos, που με ξάφνιασε ευχάριστα με τα αφρικανικά μοτίβα της (kimale.co), να μου πει πώς προωθεί τις δημιουργίες της. «Κατ’ αρχάς, φορώντας τες. Επειτα, με τις φίλες μου και τέλος, όπως όλοι, με τα social media». Και οι δυσκολίες; «Το οικονομικό σκέλος, κυρίως. Πρέπει να διαθέτεις κεφάλαιο ή να έχεις το κουράγιο να κυνηγήσεις ένα ΕΣΠΑ, αλλιώς προχωράς βήμα-βήμα, όπως εγώ».
Μόνο με μία συλλογή στο βιογραφικό τους, οι Emenay, δηλαδή η Mαργαρίτα Πριφτάκη και ο Αντώνης Παπαδάκης, σχεδιάστρια μόδας και web developer, προτιμούν μια πιο αφαιρετική χρωματική παλέτα (www.emenay.com). «Δίνουμε έμφαση στην ποιότητα και προσαρμόζουμε τις τάσεις της εποχής στη διαχρονικότητα κάθε ρούχου», είπαν.
Η ελληνικότητα χαρακτηρίζει τα χειροποίητα κοσμήματα της Δανάης Γιαννέλη (www.danai-giannelli.com), από χρυσό και ημιπολύτιμους λίθους. Τι έχει διδαχθεί από την έως τώρα πορεία της; «Στην Ελλάδα τους περιορισμούς τούς θέτει η οικονομική κρίση. Στο εξωτερικό, μεγάλο εμπόδιο είναι η έλλειψη αξιοπιστίας που υπάρχει απέναντι σε έναν Ελληνα δημιουργό».
Ως ιδανική μούσα των μαγιό που σχεδιάζει, η Ελληνοαμερικανίδα Monica Bolla του Mon A Mer Beachwear (www.facebook.com/monamer) περιφερόταν στους χώρους του φεστιβάλ σαν μοντέλο, με ένα χακί μαγιό σαν body και σορτς, ανάμεσα στις υποψήφιες πελάτισσες, τους μπλόγκερ, τους φωτογράφους. Γιατί επέλεξε να σχεδιάσει μαγιό-ρούχα; «Εχοντας καταγωγή από το Μαϊάμι, η έμπνευση μου ήρθε κυρίως από εικόνες παραλίας. Στην Ελλάδα έχουμε από τα ωραιότερα καλοκαίρια στο κόσμο, έτσι ήθελα να δημιουργήσω μια σειρά ρούχων που να σχετίζονται με την ελευθερία της παραλίας και να αναδεικνύουν τη γυναικεία θηλυκότητα. Λόγω της μικρής παραγωγής, δεν έχω συναντήσει ακόμη μεγάλες δυσκολίες... Ο προγραμματισμός μου γίνεται προς το παρόν από σεζόν σε σεζόν».
Λίγο πιο πέρα από την «μπουτίκ» της, συνάντησα τον Ελληνοϊταλό Γιώργο Κομιανό, με τις φούξια, μπλε Skini Towels (www.wecreateharmony.com). Καμία σχέση με μόδα. «Είμαι πολιτικός μηχανικός, ταξιδεύω πολύ και λατρεύω την πρακτικότητα. Δεν σκόπευα να μπω στην περιπέτεια ενός νέου εγχειρήματος, ιδίως αυτή την εποχή, αλλά, όταν ανακάλυψα τις πετσέτες με μικροΐνες (microfiber), το τόλμησα. Πιάνουν ελάχιστο χώρο, στεγνώνουν πολύ πιο εύκολα από τις συνηθισμένες πετσέτες και είναι πέντε φορές πιο απορροφητικές. Βέβαια, δεν έχω ψευδαισθήσεις: το προϊόν είναι δύσκολο, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στην ελληνική αγορά. Επομένως, έχω να αντιμετωπίσω όχι μόνο την κρίση, αλλά και τη δυσπιστία. Αλλά δεν το βάζω κάτω και ποιος ξέρει; Μπορεί μια μέρα να υπάρχουν και τσάντες και μπλούζες Skini»!
Ολόκληρη η Μύκονος σε μια εβδομάδα...
Όσοι αγαπούν τη Μύκονο, χρόνια τώρα, όχι στην Ελλάδα της κρίσης και της υπερβολής, επιμένουν ότι υπάρχει και «η άλλη Μύκονος», με τις ερημικές παραλίες, τα παραδοσιακά ταβερνάκια, τους ευγενικούς ντόπιους, λένε ενοχικά μάλλον, πως «το νησί μας» δεν είναι οι φωτογραφίες των παπαράτσι στα Ματογιάννια, οι ξαπλώστρες που νοικιάζονται με τον μήνα όσο ένα σπίτι στα βόρεια προάστια στην Αθήνα, το νησί που ποτέ δεν κοιμάται...
Η άλλη Μύκονος. Αυτή την «άλλη Μύκονο» αναζήτησα χρόνια μετά την τελευταία μου επίσκεψη στο νησί των ανέμων. Των 7-8 μποφόρ (και τέλος τα κουνούπια). Τι εικόνες κρατάω από τη Μύκονο του Ιουνίου; Και τι έμαθα ύστερα από μία εβδομάδα παραμονής στο νησί; Το πλοίο γεμίζει και αδειάζει στην Τήνο, όχι στη Μύκονο (όπως θα περίμενε κανείς). Ο υπεύθυνος του μπαρ ήταν ξεκάθαρος: «Κυρία μου, στην Τήνο έρχονται προσκυνητές από όλη την Ελλάδα». Και στη Μύκονο, τουρίστες από όλο τον κόσμο… «Όχι πια. Αυτά συνέβαιναν μια φορά κι έναν καιρό. Όταν ο κόσμος είχε ακόμη χρήματα...» η απάντηση.
Η διαμονή. Για ένα δωμάτιο με πρωινό, όχι στη χώρα, αλλά κοντά σε κάποια παραλία, η «ταρίφα» είναι 100-130 ευρώ. Με παζάρι για ένα μικροσκοπικό δωμάτιο που βαφτίζεται «σουίτα» με «αρχική» τιμή 190 ευρώ σε συγκρότημα, ούτε καν σε ξενοδοχείο. «Για τη Μύκονο μιλάμε...» εξηγεί η κυρία στη ρεσεψιόν. Αυτή είναι η φράση-κλισέ που κολλάει σε όλα. Όταν πας να γκρινιάξεις για οτιδήποτε, η απάντηση είναι καρμπόν: «Για Μύκονο, πάλι καλά».
Τα sold-out. Τι είναι γεμάτο στη Μύκονο αυτές τις ημέρες; Τα σουβλατζίδικα και τα μέρη που πουλάνε παγωμένο γιαούρτι, δηλαδή, frozen yoghurt. Οι κρέπες. Τα λεωφορεία και οι πιάτσες. Μπουτίκ τύπου Juicy Couture με βελουτέ φόρμες-σετ για κυρίες με σιδερωμένα μαλλιά 12 μήνες τον χρόνο. Το παγωτατζίδικο του Ιταλού στην άλλη άκρη του λιμανιού με υπέροχη μαστίχα και μπλε γεύση τσιχλόφουσκας. Εκεί είδα ξανθιά κυρία να επιμένει να πληρώσει με δολάρια. Και να πληρώνει τελικά με US dollars...
Οι υπηρεσίες. Στη Μύκονο όλα επιτρέπονται. Και όλα γίνονται. Συγκροτήματα μπανγκαλόου με πριβέ εκκλησάκια πουλάνε πακέτο γάμο-δεξίωση για 40 καλεσμένους με 600 ευρώ (χωρίς τη διαμονή, εννοείται). Για τη Μύκονο μιλάμε.
Οι παραλίες. Ο Άγιος Σώστης παραμένει ο απόλυτος παράδεισος. Και κάθε μέρα να πηγαίνεις, μέχρι να νυχτώσει, πάντα έχεις κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις. Τα παιδιά βρήκαν στα βράχια από πεταλίδες και χταπόδια μέχρι σαλιγκάρια της θάλασσας. Στη διαδρομή προς Φωκό (όπως και για τον Άγιο Σώστη) μας κράτησαν συντροφιά διάφορα ζωάκια. Βουνίσιο τοπίο, εξωτικό. Στην παραλία με το αυθεντικό ταβερνάκι στη σπηλιά κάτι αγόρια φώναζαν ότι βρήκαν ένα ιγκουάνα-δράκο. Ηταν ένα χαριτωμένο σαυράκι...
Το φαγητό. Ο Μαθιός, απέναντι από το νέο λιμάνι, έχει τέλειο μαγειρευτό φαγητό της «μαμάς» από τις 12.15 το μεσημέρι και μετά και πακέτο για το σπίτι. Γεμιστά με σταφίδες και λεμονάτο κοτόπουλο με ρύζι, ψαρόσουπα και ατομικό μουσακά. Στο χωριό, στην Άνω Μερά, στην ταβέρνα του Αποστόλη, είναι όλα επίσης χειροποίητα. Αν υπάρχουν παιδιά στην παρέα, ξεσαλώνουν όπως κι εμείς παλιά, μακριά από τα αυτοκίνητα, στην πλατεία που μπορούν να νοικιάσουν ακόμη και μηχανοκίνητα 4Χ4. Και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Στην ταβέρνα χωρίς όνομα, στον Άγιο Σώστη, οι σαλάτες και τα ψητά στη σχάρα είναι ό,τι χρειάζεται ένας μικρός κατάλογος. Και υπομονή για τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να αδειάσει τραπέζι. Η κρίση που λέγαμε
Τους ωραιότερους λουκουμάδες με μέλι, τριμμένο καρύδι και νεκταρίνια τους φάγαμε στο Sea Satin. Νωρίς.
Η εξειδίκευση. Για σουβλάκια με φρούτα και παιδικά κοκτέιλ με φρουτοχυμό σε σφηνάκια βρεθήκαμε στο Caprice. Μαζί με τους σανσέτηδες. Τα πιο ψαγμένα τουριστικά ταβερνάκια με τις υπερμεγέθεις φωτογραφίες-κράχτες για greek tzatziki και mousaka γράφουν σε πίνακα την ώρα που θα δύσει ο ήλιος: σήμερα στις 8.52. Χωρίς έξτρα χρέωση. Στην παραλία κάτω από τους μύλους ένας καλλιτέχνης της άμμου χτίζει και γκρεμίζει κάστρα για το βιβλίο του Γκίνες με ένα καπέλο που γεμίζει με ευρώ (ανάμεσα σε άλλα νομίσματα) ως ανταμοιβή. Στην παραλία του Καλαφάτη τα θαλάσσια σπορ, από σκι μέχρι «μπιφτέκι» και πολυθρόνα παίζουν πολύ. Για λάιβ τζαζ, απευθείας από τη Νέα Υόρκη, στα Άστρα. Πιο νωρίς.
Η επίγευση. Στη Μύκονο τα κοχύλια είναι δυσεύρετα αλλά μαγικά. Μπορείς να φτιάξεις σκηνή στην άμμο με καλάμια και παρεό και να φιλοξενήσεις και άλλους. Ή ανθρώπους από πέτρες. Αποκλειστικά στις παραλίες που δεν φοβάσαι αν φανεί η ετικέτα του μαγιό σου. Ποιου μαγιό;
Για τον Βρούτο… Το πιο φανταστικό σκυλί που γνώρισα ποτέ (μαζί με τον Σλόμπονταν)
Για τον Βρούτο
Για τον Βρούτο: τον Βρούτο μας που έφυγε ένα βροχερό κυριακάτικο βράδυ ανάμεσα στις βροντές που τόσο τον τρόμαζαν. Είχε φροντίσει να καλέσει στο κατευόδιο του, σαν σε προσκλητήριο, όλη του την αγαπημένη οικογένεια. Περίμενε καρτερικά τον αρχηγό του κι όταν εκείνος, περασμένα μεσάνυχτα, επιτέλους γύρισε, ανασήκωσε το ανήμπορο κορμάκι του, κούνησε με απίστευτη ζωντάνια την ουρά του και κοιτάζοντας μας στα μάτια, έγειρε και έφυγε με την αξιοπρέπεια που φεύγουν όσοι αγάπησαν και αγαπήθηκαν πολύ.
Ο Βρουτάκος ή Μάρκος Αυρήλιος ή Ζουζουνέλι ή Βρουτινέξ μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας ένα απομεσήμερο του 1989. Ακολούθησε το μερικών χιλιομέτρων δρομολόγιο μου σχολείο-σπίτι, παίρνοντας ουσιαστικά ξοπίσω τη μοίρα του. Και την δική μας. Αληθινός κούκλος, με κανελλί μαύρο τρίχωμα, λευκή κοιλίτσα και πατούσες, πλουμιστή ουρίτσα. Σκοτσέζικο κόλεί, από ιδιοσυγκρασία παιδί του δρόμου, μοιράστηκε μαζί μας, 13 υπέροχα χρόνια. Εγινε η τράπεζα των συναισθημάτων όλης της οικογένειας.Ότι καταθέταμε, το κωδικοποιούσε, το επεξεργαζόταν και μας το επέστρεφε πλουσιοπάροχα, με δικαιοσύνη, με ανθρώπινη σοφία.
Ήξερε να διορθώνει και να στρογγυλεύει ενσυναίσθητα τις εντάσεις, με εκείνο το χαμόγελο της συγκατάβασης, της επαναφοράς στην τάξη. Δεν ήταν προβολή των δικών μας σκέψεων ή των επιθυμιών μας η στάση του. Ο ίδιος, άλλωστε, μας δίδαξε τους κώδικες, με την επάρκεια ειδικού στον αυτοέλεγχο, την ευθύνη, την αγάπη, σαν μοναδική διέξοδο στη σχέση μεταξύ μας αλλά και με τους άλλους.
Αντίστοιχα φερόταν και στα ζωάκια και στους ανθρώπους της γειτονιάς. Σα να διάβαζε στα μάτια των ανήμπορων και αδύνατων παιδιών, ηλικιωμένων, προσφύγων, ημίαιμων αλλά και των ράτσας φίλων του, την ανάγκη για αγάπη και συμπόνοια και τους το'δειχνε με την διαβάθμιση του κουνήματος της ουράς του, με το πληθωρικό του χαμόγελο.
Η υποδοχή των γνωστών και φίλων της οικογένειας στο σπίτι, πάντα ανάλογη με τον βαθμό εκτίμησης που έτρεφαν οι δικοί του άνθρωποι για τους άλλους. Χωρίς υπερβολές, χωρίς καν γαβγίσματα. Πλήρης αποδοκιμασία μεταφραζόταν σε παντελή απουσία του κουνήματος της ουράς ή υπόνοιας χαμόγελου. Ερωτευμένος με τη ζωή, ανέραστος από συστολή και διακριτικότητα, χειριζόταν μεγαλόπρεπα τις απογοητεύσεις, όπως π.χ. τότε, στα καλλιστεία της Σχολής Μωραϊτη όπου μολονότι συμμετείχε με όλους τους κανόνες και φρεσκολουσμένος και πληρώνοντας εισιτήριο, δεν δικαιώθηκε με κάποιο βραβείο των δήθεν αυθεντικών. Κέρδισε όμως το κύπελλο της συμμετοχής, της καλοσύνης, του ήθους. Αυτό που επιθυμούσε δηλαδή. Και που το κατακτούσε καθημερινά από όλους. Χωρίς εξαίρεση. Και ήταν πολλοί αυτοί που τον αγάπησαν στις μυριάδες βόλτες των 5000 ημερών μιας ζωής, σίγουρα ευτυχισμένης για τον ίδιο αλλά και για αυτούς που γεύτηκαν και μοιράστηκαν μαζί του όλα όσα υποπτευόμαστε αλλά δεν θα μάθουμε ίσως ποτέ.
Τώρα κοιμάται ήρεμος στον Αγιο Φραγκίσκο. Συντροφιά με άλλα σκυλάκια. Η αποστολή του εξετελέσθη. Τώρα δεν φοβάται ούτε αστραπές, ούτε σεισμούς. Το μόνο που φοβάται είναι μην τον ξεχάσουμε. Πώς να ξεχάσεις όμως αυτά τα μάτια; Δεν έχει περάσει μια μέρα από τότε που έφυγε που να μην τον σκεφτούμε. Μας λείπει η παρουσία του στο σπίτι, οι φωνές του όταν μας μυριζόταν από το προηγούμενο τετράγωνο, η ανυπομονησία του όταν ανέβαινε το ασανσέρ, το πρωινό ξύπνημα με την κουνιστή ουρά για βεντάλια, το εκτόπισμα πάνω από το πάπλωμα στο κρεβάτι, το τρυφερό του άγγιγμα όταν ήθελε να παίξουμε, το ανέμελο πέσιμο του κεφαλιού του όταν μας χρησιμοποιούσε σαν μαξιλάρι για να αποκοιμηθεί. Καληνύχτα Βρουτάκι... Σου υποσχόμαστε ότι δεν θα ξαναδείς εφιάλτες. Σε ευχαριστούμε που μας δίδαξες να αγαπάμε αλλά και να αντέχουμε τον πόνο.
Υ.Γ. Αν δεν είχατε ποτέ σχέση με ζώα, συγχωρείστε μας. Αν νομίζετε ότι ο Βρούτος δεν μιλούσε, είστε τυχεροί. Θα είχατε μάθει πολλά. Πιστέψτε με, τίποτα στον κόσμο δεν αξίζει όσο το δάκρυ ενός σκύλου.