Είναι βασανισμένη. Και η μουσική της -τουλάχιστον- το δείχνει. Η Tori Amos θέλει να ξεχάσει τα παιδικά της χρόνια, με τον πατέρα της, Μεθοδιστή ιερέα, τη θρησκευτική καταπίεση, τη σεξουαλική κακοποίηση από οικογενειακό φίλο και αργότερα τη συμμετοχή της σε αποτυχημένο ροκ γκρουπ στη δεκαετία του '80, τις περιόδους κατάθλιψης. Προτιμά να θυμάται τους μικρούς σεισμούς της ζωής της, το «Little Earthquakes», το πρώτο της άλμπουμ. Από το 1998, βέβαια, όλα άλλαξαν. Σαν να χρειαζόταν το ταρακούνημα. Παντρεύτηκε τον ηχολήπτη Μαρκ Χόουλι, απέκτησε μια κόρη, μοιράζει τον χρόνο της στην Αγγλία και την Αμερική, είναι ιδρυτικό μέλος της Αμερικανικής Οργάνωσης κατά της Σεξουαλικής Βίας, RAINN, μετράει 9 υποψηφιότητες για Γκράμι...
- Τι μπορεί να καταστρέψει μια λάιβ εμπειρία;
- Παίζω από τα 13 μου, είναι τουλάχιστον 30 χρόνια τώρα, ξέρω πολύ καλά τι να περιμένω και τι μπορεί να κάνει ένα σόου καλό ή κακό. Το χειρότερο όλων; Να μην ταξιδέψει το κοινό, να μην παρασυρθεί από τις νότες. Η χειρότερή μου είναι όταν νιώσω ότι κάποιος στο κοινό κινδυνεύει. Και γίνονται κάθε χρόνο αρκετά επεισοδιακά φεστιβάλ. Είναι η στιγμή που ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει τα πάντα. Αυτό που με ενδιαφέρει όταν είμαι πάνω εκεί, είναι να κάνω τους θεατές να νιώθουν ασφαλείς. Ετσι κι αλλιώς οι συναυλίες μου έχουν να κάνουν με αισθαντικότητα, δεν είναι σκοπός μου να νιώσουν ότι θα πρέπει να εκφράσουν τη δύναμή τους ή να ξεσπάσουν με βίαιο τρόπο. Η μουσική μπορεί να σε εξιτάρει. Εγώ όμως δεν ανέχομαι τη βιαιότητα. Αν χρειαστεί θα βγάλω τον μπάσταρδο από τη μέση εγώ η ίδια. Πρέπει να είσαι σε εγρήγορση όλες τις ώρες. Γιατί είσαι στη σκηνή για να κάνεις τη δουλειά σου. Θέλεις να κάνεις, ειδικά τις γυναίκες, να νιώθουν ασφαλείς.
- Δουλεύετε σκληρά. Από τότε που γεννηθήκατε σχεδόν. Στα 4 σας απομνημονεύατε παρτιτούρες του Μότσαρτ. Θεωρείτε τον εαυτό σας παιδί-θαύμα;
- Οχι, όχι, σε καμία περίπτωση. Παίζω πιάνο από δυόμισι χρόνων, είναι από αυτά τα πράγματα που σου συμβαίνουν χωρίς να μπορείς να τα εξηγήσεις. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό με το οποίο γεννήθηκες. Εγώ γεννήθηκα με το χάρισμα της μουσικής, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό. Κι αυτό το χάρισμα δεν θέλω ούτε να το ξοδεύω ούτε να το πετάξω. Αλλά να το εξελίξω. Και όπου με πάει.
- Ποια είναι τα πράγματα που θυσιάσατε παιδί;
- Η ζωή μου ήταν η μουσική. Από πολύ μικρή. Είτε μου άρεσε είτε όχι. Δεν πήγα στην Καραϊβική όταν έγινα 18 με τους φίλους μου. Δούλευα έξι ημέρες την εβδομάδα, έπαιζα σε γάμους και κηδείες. Ο πατέρας μου με έσερνε μαζί του όπου πήγαινε. Μου έδινε λιγότερα χρήματα από όσα θα έδινε σε κάποιον ξένο αλλά 20 δολάρια για την εποχή -και μιλάμε για το 1973- ήταν έτσι κι αλλιώς πολλά λεφτά. Ομως δεν παραπονιέμαι. Ολόκληρη η ζωή μου συνωμοτούσε για να γίνω μουσικός. Δεν ξέρω τίποτα άλλο να κάνω. Δεν έζησα τα παιδικά χρόνια που ζει τώρα η Νατάσα, η κόρη μου. Εκείνη έχει πάρα πολλούς φίλους, εγώ έναν. Εγώ έχω και ένα μόνο χάρισμα. Κανένα άλλο. Δεν μπορώ να μαγειρεύω, ούτε να καλομαθαίνω συζύγους. Εκεί είμαι καταστροφή. Ενώ εκείνη ξέρει τόσα: ξέρει να παίζει στο κομπιούτερ, να ζωγραφίζει, να τραγουδά, να κάνει σερφ...
- Μετανιώνετε για κάτι; Θα το παραδεχόσασταν;
- Παίζω μουσική για άλλους. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω σαν μουσικός; Γράφω μουσική και εξασκούμαι κάθε μέρα. Είναι σαν την ανάσα. Γιατί αν τεμπελιάσω, τότε ξέρω ποιες θα είναι οι συνέπειες. Η κόρη μου μου λέει συχνά, «καημένη μαμά, δεν έπαιξες ποτέ όπως τα άλλα παιδιά» κι εγώ δεν στενοχωριέμαι γιατί παίζω τώρα μαζί της και δεν κάθομαι σαν τις υπόλοιπες μαμάδες. Τώρα μαθαίνω κι εγώ να παίζω. Κι έχει πλάκα.
- Σε τι βαθμό είναι αυτοβιογραφική η μουσική σας; Από επιλογή;
- Αν δεν βιώσω κάτι, δεν μπορώ να γράψω. Ο χαρακτήρας της ηρωίδας ενός τραγουδιού στην πραγματική ζωή μπορεί να είναι κάπως διαφορετικός, όμως λίγοι το καταλαβαίνουν. Ακόμη και οι φίλοι μου χάνουν το νόημα. Και χαίρομαι γι' αυτό γιατί πολλές φορές γράφω για τους ίδιους κι εκείνοι νομίζουν ότι μελοποιώ πάλι τη ζωή μου.
- Ποιο είναι το ένα και μοναδικό τραγούδι που τραγουδάτε στην κόρη σας;
- Είναι δύο τραγούδια. Tο «Gold dust» και το «Ribbons undone». Οταν θα έχω φύγει από τη ζωή κι εκείνη θα είναι μητέρα ή γιαγιά, θέλω αυτά τα τραγούδια να ζουν παντοτινά. Από γενιά σε γενιά. Eίναι η στιγμή που εκείνη θα ξέρει ότι δεν είναι μόνη της.