Πιστοί πελάτες του διάσημου οίκου στο παρελθόν, ο Τζον Φ. Κένεντι, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Αντι Γουόρχολ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Σαλβαντόρ Νταλί. Η Olga Berluti, η διάδοχος του θρόνου, σχεδιάζει ακόμη τα πιο πολύτιμα παπούτσια στον κόσμο.
Ακραίες απολαύσεις; Σκοτεινά αντικείμενα του πόθου; Διάσημοι ηθοποιοί όπως ο Γιουλ Μπρίνερ και ο Μπεν Κίνγκσλεϊ δεν αποχωρίζονταν ποτέ τα Berlutis τους, ούτε στην οθόνη, πόσο μάλλον στις λαμπερές απονομές. «Οι πελάτες μου», λέει η Olga Berluti, «στους οποίους, οφείλω τα πάντα, έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να έρχονται και να με ζητούν. Ο Yves Saint Laurent, τον οποίο, θεωρώ τον μοναδικό δημιουργό μετά τον Θεό, αγόραζε κάθε φορά ολόκληρη τη συλλογή μου. Το ίδιο συνήθιζε να κάνει και ο Λίνο Βεντούρα, ο Φρανσουά Τρυφό, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Αντρέι Ζουλάφσκι. Ο τελευταίος μάλιστα μου είχε ζητήσει να σχεδιάσω και τα κοστούμια της ταινίας, «Η δημόσια γυναίκα» με την Βαλερί Καπρίσκι, σε έναν άνθρωπο που δεν είχε διαβάσει μέχρι εκείνη την ημέρα ούτε ένα σενάριο».
Κάπως έτσι ξεκινούν τα παραμύθια. Η Olga Berluti στη συνέχεια, εκτός από τα παπούτσια που σχεδίαζε αποκλειστικά για τους διάσημους αστέρες του κινηματογράφου, έβαλε την υπογραφή της και ως ενδυματολόγος στο φιλμ «Το χαρέμι» με τη Ναστάζια Κίνσκι. Για να ακολουθήσουν περισσότερες από 40 ταινίες, ανάμεσα τους, και το «Φαρινέλι», να εξωτερικεύσει ακόμη ένα ταλέντο της και να αποκτήσει το πρώτο της βραβείο Σεζάρ.
Ο σχεδιασμός όμως των άκρων παραμένει η πρώτη και μοναδική της αγάπη. Θεωρείται η πρώτη γυναίκα υποδηματοποιός στον κόσμο. Παρά το υψηλό τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει κανείς προκειμένου να σταθεί στο ...ύψος των περιστάσεων, οι πολυπόθητες χειροποίητες δημιουργίες της θρυλικής Παριζιάνας υποδηματοποιού δημιουργούν ατελείωτες λίστες αναμονής.
Αν ο Manolo Blahnik έχει χαρακτηριστεί «ο βασιλιάς του στιλέτο» για τις γυναίκες, τότε η Οlga Berluti είναι «η βασίλισσα των παπουτσιών». Πώς απαντά; «Λατρεύω τα άκρα των ανδρών γι’ αυτό και θέλω να σχεδιάσω τα ωραιότερα παπούτσια που θα μπορούσαν να ονειρευτούν και να αποκτήσουν στον πλανήτη», λέει η Berluti. Παπούτσια τόσο πολύτιμα που και η ίδια η σχεδιάστρια συμβουλεύει τους κατόχους τους να τα περιποιούνται με σαμπάνια (!)
Αυτός δεν είναι ο ορισμός της απαγορευμένης πολυτέλειας; Για την ενθρόνιση του το 1977, ο αυτοκράτορας Μποκάσα της σημερινής Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, παρήγγειλε μπότες κεντημένες με αληθινά μαργαριτάρια, το κόστος των οποίων, ξεπέρασε τα $85.000. «Οσο για τα παπούτσια του Τζον Κένεντι», εξηγεί η Olga Berluti, «είχαν φτιαχτεί από τα χέρια του πατέρα μου και ήταν σε κλασικό στυλ, μαύρα με κορδόνια. Λιτά κι απέρριτα". Όπως ακριβώς άρμοζε σε έναν πρόεδρο». Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, που υπήρξε υπερκινητικός και ανήσυχος, ζητούσε πάντοτε παπούτσια «παντοφλέ», ανοιχτά πίσω, εύκαμπτα, από μαλακό δέρμα, τα οποία, μπορούσαν να φορεθούν άνετα ακόμη και χωρίς κάλτσες.
Ως εγγονή και άξια διάδοχος του ιδρυτή του φημισμένου οίκου, κρατά γερά ακόμη τα ηνία, στον ίδιο ακριβώς χώρο που το 1895 ο παππούς της, ο Alessandro Berluti έβαζε τα θεμέλια στην υψηλή υποδηματοποιία. Έναν αιώνα μετά, η δημοφιλής σχεδιάστρια συνηθίζει να εξετάζει προσεκτικά τα πέλματα των πελατών της, όπως ακριβώς θα έκανε και ένας γιατρός, και ύστερα κουβεντιάζει τις ανάγκες κάθε πελάτη ξεχωριστά. Αλλά ακόμη και οι χειροτέχνες που εργάζονται κοντά της, όλοι δεξιοτέχνες, λειτουργούν περισσότερο σαν χειρουργοί, κόβοντας το δέρμα με νυστέρια και ράβοντας τα κομμάτια με εξαιρετικά λεπτά, αόρατα σχεδόν, νήματα. Στο τέλος όλα τα παπούτσια γυαλίζονται τόσο που λάμπουν σαν αληθινά διαμάντια.
Η ιστορία της πολυτέλειας των άκρων έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όταν ο Alessandro Berluti έφυγε από τη ζωή, τον διαδέχτηκαν ο Torello, o Talbinio και σήμερα η Olga Berluti, η οποία, αν και γυναίκα, έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στον ανδρικό πληθυσμό, γνωρίζοντας ότι οι απαιτήσεις των ανδρών μπορούν συχνά να είναι εξαιρετικά υψηλές, ίσως ακόμη και υπερβολικές. «Ορισμένοι ζητούν αγκράφες από λευκόχρυσο, δουλεμένες με διαμάντια και άλλοι πόρπες με σμαράγδια και ρουμπίνια. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η επόμενη παραγγελία».
Για την ιστορία, ο Torello Berluti δεν προλάβαινε να δέχεται επισκέψεις από τους διάσημους φίλους και γνωστούς του, όπως ο Μοράβια, ο Βισκόντι, οι Κένεντι, ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας, ο Πουαρέ, ο Κοκτώ. Για να ξεκινήσει οποιαδήποτε παραγγελία έπρεπε απαραιτήτως πρώτα να φτιάξει ένα ξύλινο καλοπόδι, στα μέτρα του πελάτη, κάτι που τηρείται ακόμη και σήμερα. Η Olga oνειρευόταν από μικρή την τέχνη της. Όταν σε ηλικία έξι χρόνων είδε για πρώτη φορά τον Χριστό, τα μάτια της στράφηκαν κατευθείαν στα πόδια του. Για να πει: «Όταν μεγαλώσω, θα βγάλω τα καρφιά από τα πέλματα όλων των ανδρών». Αποψη μάλλον ακραία για ένα παιδάκι, αν και τόσο σημαδειακή για την εξέλιξη της. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια, παρατηρώντας, μαθαίνοντας, καταγράφοντας στο υποσυνείδητο κάθε εικόνα, φωτογραφίζοντας κάθε κίνηση του πολυτάλαντου πατέρα της μέσα κι έξω από το εργαστήριο. «Οι τεχνίτες εμπιστεύονταν στα μικροσκοπικά μου χέρια, τα πολύτιμα εργαλεία τους. Κανείς δεν επιχείρησε να με αποθαρρύνει να μείνω σε έναν κατεξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο, ούτε να με τρομάξει ή να με αποτρέψει να ακολουθήσω μια βίαιη εργασία, που προϋποθέτει να μπορεί κανείς να λυγίσει το δέρμα, να το κόψει, να το τσακίσει, να το λουστράρει. Διδάχτηκα πολλά όμως και για την φόρμα. Πως με την βοήθεια ενός καλοποδιού, το παπούτσι πρέπει να γίνει δεύτερο δέρμα. Πως να συνδυάζεις την τεχνική με τους κανόνες της αισθητικής».
Εμαθε όμως και κάτι ακόμη. «Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών που παρέμενα σιωπηλή για ώρες ατέλειωτες ως αόρατος παρατηρητής, μελετούσα τις συμπεριφορές των πελατών. Έμαθα τα μυστικά αυτών των ανδρών, μέσα από μια κίνηση, μια φράση, μία παρατήρηση. Τότε αποφάσισα ότι ήθελα να δημιουργήσω παπούτσια διαφορετικά από εκείνα που σχεδίαζε ο παππούς μου, εξίσου μαγικά. Είχα κιόλας συνειδητοποιήσει ότι η δημιουργία ξεκινά από την ανυπακοή».
Και η Olga δεν υπακούει. Δεν συμβιβάζεται. Γι’ αυτό και ολόκληρος ο κόσμος είναι στα ...πόδια της. Στη δεκαετία του '60 γνώρισε τον Yves Saint Laurent στον οίκο της οδού Marbeuf. Ο πατέρας της απουσίαζε. Η Olga παρατηρούσε τον κύριο με τον περίεργο σκελετό και την εξίσου ανορθόδοξη κόμη. Μαζί του, ο Αντι Γουόρχολ. «Ενιωσα να καταρρέω. Ο πρώτος μου πελάτης! Ο κύριος Saint Laurent με είχε συστήσει στον κύριο Γουόρχολ. Ο πατέρας μου ανέθεσε να τον αναλάβω προσωπικά. Δούλευα μέρα-νύχτα επί μήνες. Μου έδωσε τα καλύτερα εργαλεία, όχι όμως και τα καλύτερα υλικά, χρησιμοποίησα όλες τις τεχνικές που είχα μάθει και όταν έφτασε η στιγμή να παρουσιάσω το αποτέλεσμα, μου είπε: «Σκουπίδια». Δεν απογοητεύτηκα. Το δούλεψα ξανά και ξανά μέχρι να το τελειοποιήσω. Όταν επέστρεψε ο Αντι Γουόρχολ στον οίκο για την πρώτη δοκιμή, το ζευγάρι εφάρμοσε τέλεια. Ο Γουόρχολ παρήγγειλε μια ντουζίνα ακόμη, με την ίδια ακριβώς φόρμα. Ο πατέρας μου, σαστισμένος είπε: «Ο κόσμος τελικά είναι θεότρελος.» Το μοντέλο Andy έμεινε στην ιστορία και διατίθεται ακόμη.
Τι θυμάται από τον Ρίτσαρντ Μπάρτον; «Ερχόταν συχνά για να με δει. Υπήρξε ένας πελάτης γρήγορος, απαιτητικός, μεγαλειώδης. Όταν έμπαινε μέσα στο κατάστημα, γέμιζε όλος ο χώρος». Και ο Φρανσουά Τρυφό; «Ηταν στα αλήθεια ένας πιστός φίλος του οίκου».
Η Olga Berluti θέλει να αιχμαλωτίσει τον χρόνο. Γι’ αυτό και συλλέγει όλα τα ξύλινα καλοπόδια του Βισκόντι, του Δούκα του Γουίνδσορ, του Ρενουάρ, του Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, του Ροδόλφου Βαλεντίνου και φυσικά του Ωνάση. Σαν μοναδικά γλυπτά.
Αν και το παραμύθι έχει πάντα χάπι-έντ και η αυτοκρατορία Berluti ξεκίνησε ως μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση με όραμα και πάθος, το 1993, η εταιρία Louis Vuitton-Moet Hennesy (LVMH) εξαγόρασε την κερδοφόρα επιχείρηση από την δημιουργό, με την κοινή πεποίθηση ότι το μήνυμα της ακραίας απόλαυσης θα διαδοθεί από την μία άκρη της υδρογείου στην άλλη, διατηρώντας πάντα την ταυτότητα της.
Εφτασε η στιγμή για επέκταση. Και για διεκδίκηση κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Μπορεί στον κόσμο της μόδας να ισχύει η φράση «ο κλέψας του κλέψαντος» αλλά υπάρχουν φορές που η λύση δίνεται μόνο στα δικαστήρια. Όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Berluti κατά Gucci. Ο διάσημος οίκος κλήθηκε να πληρώσει, ύστερα από απόφαση δικαστηρίου, αποζημίωση στην Olga Berluti, για την πιστή αντιγραφή δυο συγκεκριμένων στυλ, αποζημίωση που ξεπέρασε τα 900.000 γαλλικά φράγκα.
Αν ήθελε να αναβιώσει ορισμένα σχέδια η Olga Berluti, προτιμά να το κάνει μόνη της και να μην τηνπρολαβαίνουν οι ανταγωνιστές της. Όπως έχει ήδη κάνει με το πετυχημένο μοντέλο του 1970 με την ονομασία Derby, αλλά και αρχέτυπα μοντέλα του 1895 που γίνονται ανάρπαστα ακόμη και σήμερα. Υπάρχουν ημέρες που μπορεί να εργάζεται ακόμη και 20 ώρες χωρίς διάλειμμα. «Όλα εξαρτώνται από τις παραγγελίες», θα πει χωρίς ενοχές. «Δεν επιτρέπω να φύγει ούτε ένα ζευγάρι από τον οίκο, αν δεν το έχω εγκρίνει πρώτα εγώ». Δεν είναι τυχαίο πως δεν πηγαίνει ποτέ διακοπές, δηλώνει τελειομανής στα όρια της παράνοιας. Τι ονειρεύεται; Να σχεδιάσει το ζευγάρι του διεθνούς τζετ-σετ, παντός καιρού, το οποίο, θα μπορεί αν φορεθεί «από τις χιονισμένες βουνοκορφές των Ιμαλαϊών μέχρι τους δρόμους του Παρισιού». Και φυσικά της Αθήνας.