Οι ημερολογιακές σημειώσεις μυρίζουν μπαρούτι. Μουντές σελίδες για μια δεκαετία οραμάτων, έκρηξης, πολεμικού πυρετού, εμφύλιου διχασμού, ανατροπών και εμπάθειας, που θα σφραγίσουν το πέρασμά της. Οι ασπρόμαυρες -θαρρείς κιτρινισμένες από το δέος- φωτογραφίες απηχούν την ατμόσφαιρα των καιρών. Η καθημερινότητα -όση απέμεινε κι επέμενε- αποκαλύπτεται μέσα από τα στολίδια της παλιάς Αθήνας, το σαβουάρ βιβρ, τις ιπποτικές υποκλίσεις και τα χειροφιλήματα, τα ολοζώντανα μπουκέτα των ωραίων κοριτσιών, των ντεμπιντάντ που -παρά το διχασμό, τις συνταγματικές ανατροπές, τις βασιλικές διαδοχές- επιμένουν να βολτάρουν ανέμελα στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια, στο Βασιλικό Κήπο - που αργότερα θα γίνει Εθνικός...
Εποχή αποθέωσης των αντιθέσεων. Την ώρα που οι λιγοστές ντεκαποτάμπλ κούρσες ανεβοκατεβαίνουν την Πανεπιστημίου -σκονισμένη και διπλής κατευθύνσεως, όπως όλοι οι αθηναϊκοί δρόμοι-, ο πλανόδιος γαλατάς με τις κατσίκες κάνει «διανομή γάλακτος κατ’ οίκον» δυο στενά πιο πέρα. Δεκτές και οι τηλεφωνικές παραγγελίες. Η χώρα ενδιαφέρεται να ενσωματώσει τις καινοτομίες.
Κάτι που ισχύει και ενδυματολογικά. Το ταγιέρ των κυριών αποκτά τσέπες, γίνεται πιο αυστηρό, σχεδόν ανδρικό, «προσδίδον μίαν χαριτωμένην αφέλειαν», για να «ανεβαίνει» με άνεση στο τραμ -το κυριότερο μέσο μαζικής μεταφοράς- και για να μάθει τα βήματα «του νέου χορού ταγκό, όστις ήδη εξετρέλλανε τας Παρισινάς». Οι κύριοι γυρίζουν το ρεβέρ του παντελονιού τους για να μη λασπωθεί - και το ρεβέρ μένει γυρισμένο. Μπορούν να ζήσουν και χωρίς χορευτικές φιγούρες... Δεν αποχωρίζονται εύκολα τα μπαστούνια τους, ούτε τα γυαλιά και το κομπολόι.
Το 1910 εμφανίζονται και στην Ελλάδα οι «μονυελοφορούντες» κύριοι με μονόκλ. Όσο για τις κυρίες, η κοκεταρία δεν τους επιτρέπει να φορέσουν γυαλιά, ακόμη κι αν δεν βλέπουν καθόλου. Τι να δουν; Το «αριστοκρατικόν» και αραιοκατοικημένο Κολωνάκι, τον ανήφορο προς τα μποστάνια και την Κηφισιά σαν ένα απέραντο πάρκο, την Πλατεία Συντάγματος, τόπο συνάθροισης των γραφικότερων τύπων της Αθήνας.
Ο πόλεμος, πόλεμος αλλά και τα ιατρεία καλλονής, που θεραπεύουν ατέλειες του σώματος, και ο καλλωπισμός, απαραίτητα στοιχεία βιοτικής μέριμνας. Το καπέλο, «γαρνιρισμένον με εκλεκτά άνθη ή πτερά διά τις κυρίες», αυστηρό και γκρίζο «διά τους κυρίους», όπως μαρτυρούν τα φιγουρίνια στο περιοδικό «Μόδα», στην «Εφημερίδα των κυριών», στον «Οικογενειακό Αστέρα».
Εικόνες από το Παρθεναγωγείον, το Λύκειο Ελληνίδων, τη Σχολή Χιλλ, από ευαγείς συλλόγους, χαρτοπαικτικές λέσχες, κέντρα διασκεδάσεως, οικοκυρικές σχολές, από τις πλαζ με τα «μπεν μιξτ», δίνουν μια αισιόδοξη νότα. Οι γαλλικές ή γαλλίζουσες λέξεις αποτελούν κώδικα αναγνώρισης της καλής κοινωνίας: μαμζέλ, μερσί, ορεβουάρ.
Ακούγεται για πρώτη φορά η λέξη νεωτερισμός. Η «νέα» σιλουέτα, το «νέο» μικρό καπέλο με φτερά, τα «νέα» τρίκοφτα που συνδυάζονται με ταγιέρ, το «νέο» φόρεμα σαν χιτώνας, ο «νέος» νόμος της φούστας.
Οι μικρές και οι μεγάλες επαναστάσεις γεννιούνται πάντα στο δρόμο. Στα καταστήματα «γυναικείας αμφιέσεως» ο γυναικόκοσμος χαζεύει τις τελευταίες «κρεασιόν», τη διακόσμηση στο κατάστημα «ομβρελλών», το υποδηματοποιείο του Μπέη, τα μεγάλα καταστήματα των αδερφών Λαμπροπούλου, του Δραγώνα στην οδό Αιόλου, το πιλοποιείο του Σινάνη...
Οι πόλεμοι -δύο βαλκανικοί κι ένας παγκόσμιος, όχι και λίγοι- φέρνουν τα πάνω κάτω. Οι γυναίκες, αφού έμαθαν να διαβάζουν, να ντύνονται και να καλλωπίζονται, τώρα βγαίνουν στην αγορά εργασίας. Η Καλλιόπη αγοράζει κασελάκι λούστρου, η δεσποινίδα Πόπη Έρικσον εκπαιδεύει τις Αθηναίες τηλεφωνήτριες, το 1915 εμφανίζονται οι πρώτες δακτυλογράφοι, οι εισπραχτόρισσες στα τραμ - όχι ιδιαίτερα νέες, ούτε εμφανίσιμες, για ευνόητους λόγους. Επόμενη στάση, η δεκαετία των στάσεων και των επαναστάσεων. Το Είκοσι...