«Έφυγε η Δημητρούλα…» Η Δημητρούλα είναι, ήταν, θα είναι για πάντα η γιαγιά μου, η μαμά του μπαμπά μου, η γυναίκα του Βαγγέλη, η μητέρα του Χαράλαμπου (Μπάκου) και του Άκη-(Δαμιανού). Γεννημένη το 1916, η γιαγιά Δήμητρα, η Δημητρούλα, η σούπερ γιαγιά με την καλοσύνη, τα λευκά, αφράτα μαλλιά και την αφράτη καρδιά, η προγιαγιά που αποκαλούσε τα εγγόνια της, την Πελούσα και την Ιώ, «αρνάκια μου», η γιαγιά μου, πέθανε στα 104 της χρόνια, στη Θεσσαλονίκη.
Την αποχαιρετώ με λέξεις. Με αγάπη και φως. Η ζωή της μια ιστορία αγάπης, ένα love story, κινηματογραφικό, μυθιστορηματικό, ασπρόμαυρο. Ο μπαμπάς μου, ο γιος της Δήμητρας, απαρηγόρητος, μακριά της, ο γιατρός-φύλακας άγγελος της, δεν μπόρεσε αυτή τη φορά (με τον Κορωνοϊό) να είναι κοντά της να κάνει τα «μαγικά» του. Κι αν η Δημητρούλα δεν ήθελε άλλα μαγικά; Aν είχε πια κουραστεί;
Η ιστορία της οικογένειας μου, νουάρ επίσης. O μπαμπάς μου, γεννήθηκε στην Ξάνθη, από πρόσφυγες γονείς, προερχόμενους από την Ανατολική Θράκη. Ρεδεστό (Τακιουρντάκ) από την πλευρά του πατέρα, Μάλγαρα από την πλευρά της μητέρας. Η μοίρα της οικογένειας είχε κι αυτή προσφυγική χροιά. Ο παππούς δήμαρχος Ρεδεστού, γαλλοαναθρεμένος νομικός, σκοτώθηκε από φανατικό μη αποδεχόμενο τη συμβιβαστική συμβίωση με τους Τούρκους, οδήγησε στην «κατηφόρα» όπως περιγράφει ο πατέρας με τα δύο αδέρφια του, προς την πατρίδα. Από την πλευρά της μητέρας, παράλληλη πορεία, Κωνσταντινούπολη, Βόσπορος, Θεσσαλονίκη, Ξάνθη.
Όπως μου έχει αφηγηθεί ο μπαμπάς μου, η γέννηση στην Ξάνθη προηγείται μιας χρονιάς από την κήρυξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα χρόνο μετά, η απουσία του πατέρα του, και η παρουσία του σε αλβανικό έπος, Μέση Ανατολή, εν συνεχεία εμφύλιος, σφραγίζει τα παιδικά χρόνια του μπαμπά μου. Η επάνοδος στην ομαλή περιήγηση της Ελλάδος, θυμίζει ταξιδιωτική βαλίτσα, όπως λέει ο ίδιος. Μια χρονιά της πρώτης δημοτικού σε τέσσερις επαρχιακές πόλεις. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό, στη ψυχολογία ενός υποτιθέμενου «νικητή».
Δεν προλάβαινε να προσαρμοστεί σε καινούργιες φιλίες, παραξενιές καινούργιων δασκάλων, ανάγκη για ξεχωριστή παρουσία, κι ερχόταν η επόμενη μετάθεση του στρατιωτικού από ανάγκη, όπως έλεγε, να υποκαταστήσει η πατρίδα τη μητέρα του που είχε φύγει από τη ζωή. Η απώλεια της μητέρας του πατέρα του, του Βαγγέλη, είχε προηγηθεί της δολοφονίας του δημάρχου πατέρα του.
Η βίαιη ωρίμανση έχει ένα πολυετές διάλειμμα παραμονής στην Αλεξανδρούπολη όπου κι εξελίσσονται τα βασικά για τη ζωή του προστάγματα. Στον βαθμό που μπορούσε να τα επιβάλλει στις συνθήκες μιας ατέλειωτης, παρατεταμένης εφηβείας, που συνεχίστηκε εξαιτίας των συνθηκών για αρκετές δεκαετίες, σφραγίζοντας τις κυρίαρχες επιλογές της εξέλιξης του. Επιλογή συντρόφου, επαγγελματικός προσανατολισμός, επιλογή εξειδίκευσης, πορεία, ένταξη στην παράδοση δύο αστικών οικογενειών, η κυρίαρχη επικάλυψη η πατρίδα.
Οι γονείς της μητέρας του, Δήμητρας, κόρης μεγαλοαστών, δεν συμφωνούσαν με την επιλογή της να παντρευτεί έναν Δραμινό, και μάλιστα στρατιωτικό. Η επιμονή της και η σφραγισμένη από την αληθινή αγάπη επέβαλαν την αποδοχή της επιλογής της, μιας επιλογής που ήρθε όταν ο παππούς Δαμιανός συνειδητοποίησε ότι η αλληλοκλοπή ήταν προ των πυλών.
Παντρεύτηκαν στην Αρχόντισσα του Βορρά, την Ξάνθη, που εκείνα τα χρόνια, της δεκαετίας του 30, και του 40, ο καπνός της Ξάνθης ήταν ένα προϊόν παγκόσμια γνωστό. Ο γάμος έγινε το 1938, σε περιβάλλον αρχοντικό, μια και η μεγαλοαστική ξανθιώτικη τάξη, είχε σαν κέντρο της την υπέροχη πλατεία και το ρολόι της πόλης όπου άλλωστε ήταν εγκατεστημένα και τα καταστήματα μαζικής εστίασης του παππού του, του Δαμιανού.
Ο ερχομός του μπαμπά μου, ένα χρόνο μετά, τον βρίσκει να κουβαλάει ένα σωρό παιδικές αρρώστιες, που αντιμετωπίζονται, μια και το επίπεδο υγειονομικής φροντίδας στην πόλη είναι ιδιαίτερα υψηλό. Από την άλλη, μια και ο μπαμπάς έχει φύγει για τα αλβανικά βουνά, η παρουσία των τεσσάρων αρσενικών αδερφών της μητέρας μου, του εξαίρετου παππού Δαμιανού και της γιαγιάς Κλεονίκης, συμπληρώνουν την ανυπέρβλητη αγάπη της Δήμητρας που είδε τον μεγάλο της γιο να γίνεται γιατρός, για να προσφέρει, να αγκαλιάζει, να αγαπά, να συμπονά, να σώζει ζωές.
Πώς θα θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη Δημητρούλα μας; Σαν μια γυναίκα που δεν είπε ποτέ τίποτα κακό για κανέναν, αγάπησε και αγαπήθηκε, αφιέρωσε τη ζωή της στον Βαγγέλη της, και τους δυο γιους τους, πρότυπο παλαιάς κοπής νοικοκυράς, με τους τζιγεροσαρμάδες και τα σαραγλί της, την πίστη της στην εκκλησία, και στην οικογένεια, στους ανθρώπους. Θα την θυμάμαι στο μπαλκόνι να ρίχνει τον αυτοσχέδιο κουβά με το σχοινί για να τον πετάξει από ψηλά (και τρυφερότητα πάντοτε) στον Βαγγέλη της που θα έβαζε τα ψώνια της ημέρας, να μας συγκεντρώνει σε ατέλειωτα οικογενειακά τραπέζια Χριστούγεννα, Πάσχα, τα καλοκαίρια στο Φίλυρο, να μας κάνει το ωραιότερο μασάζ στην πλάτη με τη Ντέμη όταν ήμασταν παιδιά, κάθε φορά και μια διαφορετική πίτα, σπανακόπιτα, τυρόπιτα, πρασόπιτα… Θα σε θυμάμαι γιαγιά να αποκοιμιέσαι (δήθεν) στην κοιλιά μου όταν ήμουν έγκυος, να με ρωτάς για όλους τους αγαπημένους σου κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο, θα σε θυμάμαι να μας αφηγείσαι ιστορίες από την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη, τη Δράμα, την Πόλη, τα δύσκολα παιδικά χρόνια του μπαμπά, τον γάμο του με τη μαμά, όταν απέκτησες το πρώτο σου εγγόνι, το Ντεμάκι, όταν με καθησύχαζες στην αγκαλιά σου με τους πρώτους κεραυνούς λέγοντας μου ότι «ο Θεός απλώς αλλάζει θέση στα έπιπλα του»… Μας λείπεις ήδη. Αρνάκι μας.