Θεσσαλονίκη. Μια σφαίρα στην ρυτιδιασμένη παλάμη του ενός παππού μου, ένα χέρι δουλεμένο, σμιλεμένο, δυνατό. Πρώτη εικόνα. Η δεύτερη εικόνα, στην Ξάνθη. Ο άλλος παππούς, ο αξιωματικός, γεμάτος αλβανικά, εμφυλιακά, μεσανατολίτικα τραύματα, και μνήμες από χαμένους φίλους και συναδέλφους του, έχει να δει τους δικούς του εφτά χρόνια. Τρίτη εικόνα: Ο μπαμπάς μου, καχεκτικός από τα φάρμακα της ελονοσίας, με κοντό παντελονάκι και πόδια καλαμάκια, περιμένει στη σειρά για το κατσαμάκι της ημέρας (κρέμα καλαμποκιού). Για όλη την οικογένεια, με τα επιταγμένα από τους κατακτητές Βούλγαρους, εστιατόρια της. Ευτυχώς είναι όμορφος, ευγενικός, καθαρός, απαιτητικός και το κατσαρολάκι δεν μένει ποτέ άδειο…
Ιστορίες, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, περιγραφές παράλληλα με το ξεφύλλισμα του οικογενειακού άλμπουμ, oι παππούδες, ο πατέρας-παιδάκι του πολέμου, όλοι ήρωες στα μάτια μου, έχουν ζήσει, έχουν δει, έχουν νιώσει, κι έχουν καρδιοχτυπήσει, για όσα έχω κλάψει, έχω πονέσει, έχω ανατριχιάσει, κλείνοντας τα μάτια μου, μόνο στα βιβλία, στις σειρές, στις ταινίες. Αυτό σημαίνει το 40 για μένα.
Η χειρότερη δεκαετία στη νεότερη, ελληνική ιστορία. Πόλεμος, απελευθέρωση, πόνος, εμφύλιος, κοινωνικές αντιθέσεις, πολιτικοί και άλλοι αποκλεισμοί. Επώδυνα συνταγματικά θέματα, μια κομματική διαμάχη αδιάλλακτη, μαζί με την κυβερνητική αστάθεια και τις αποδιοργανωτικές αλλοδαπές επιδράσεις θα δεσμεύσουν για καιρό τα μελλούμενα.
Η δεκαετία των πολέμων, της κατοχής και του εμφυλίου σπαραγμού. Οι ήρωες που πολέμησαν σαν Έλληνες, κατά τον Γουίνστον Τσόρτσιλ, με ένα μεγάλο, δυσβάσταχτο τίμημα. Κόσμος χάνεται, σκοτώνεται, λεηλατείται, πεθαίνει από την πείνα και τις κακουχίες.
Σκιά. Και φως; Μικρές ηλιαχτίδες. Και η καθημερινότητα; Πόσο επηρεάζεται από τις σειρήνες του πολέμου; Η ιστορία γράφεται κάθε φορά από διαφορετική οπτική, ίσως είναι καλύτερα να μεταφράζουμε εικόνες, αναμνήσεις, μαρτυρίες, ένστικτο, για να συνοψίσουμε την ιστορική δεκαετία που γύρισε την Ελλάδα πίσω, λαβωμένη, σε μια παγκόσμια κοινότητα με παράλληλη αιμορραγία.
Αποτυπώματα ζωής. Και απομεινάρια χιλιάδων ελπίδων και υπάρξεων που απωλέστηκαν στον χρόνο. Παραμένουν τα ταμπού. Και τα άγνωστα κεφάλαια. Τα ένοχα μυστικά. Το παρελθόν. Οι «πόλεμοι της μνήμης». Και της επιλεκτικής αμνησίας.
Και κάπου εκεί οι πρωταγωνιστές της σιωπής ή της λήθης. Τα θύματα, οι βετεράνοι, οι γενοκτόνοι… Συγκρούσεις, διαμάχες με ερμηνείες και εξηγήσεις που τους βολεύουν. Τίτλοι αρχής και τέλους. Βουβό σάουντρακ. Ο ήχος του όπλων. Ποιες 4 Εποχές; Ποια άνοιξη; Ποιο καλοκαίρι; Ένας ατέλειωτος χειμώνας.
Η Ελλάδα αλλάζει, επαναδιαμορφώνεται, μαζί με την ελληνική κοινωνία, συγκροτείται, αποδομείται και ανασυντίθεται, διεκδικώντας μια καινούργια θέση στοην χάρτη. Και η επωδός; Ποιες οι επιπτώσεις του πολέμου στην ιστορία και τις στατιστικές; Θόρυβος και σιωπή. Θυελλώδεις άνεμοι και άπνοια.
Το σκηνικό της καθημερινότητας αλλάζει, η αγορά μουδιασμένη, διαλυμένη, σε αποσύνθεση, στο περίπτερο της γειτονιάς βρίσκει κανείς από χαλκομανίες μέχρι «τηλέφωνο διά το κοινόν». Τα παιδιά, πάντα ευρηματικά, κλέβουν αβγά από τις κότες της γειτονιάς, για να τα ανταλλάξουν με χαλκομανίες. Πόλεμος και στο σπίτι μετά τις παράπλευρες απώλειες.
Τα κορίτσια ετοιμάζουν την προίκα τους, με εργόχειρα με κλωστές Πεταλούδα και Κιθάρα, βάφονται με καλλυντικά Το Καλόν, εκείνοι που κάνουν χρυσές δουλειές είναι οι πλανόδιοι πωλητές ειδών προικός. Στις γειτονιές.
Η μόδα αργεί να φτάσει. Ποιές τάσεις; Ποιο New Look του Κριστιάν Ντιόρ; O κόσμος καίγεται, στην κυριολεξία. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να βρεθούν υφάσματα, η μεταποίηση είναι ο μοναδικός τρόπος να αξιοποιηθούν απλά, κλασικά, λειτουργικά ρούχα που δεν κραυγάζουν, ούτε εκθέτουν, συμβαδίζουν με τις αποχρώσεις της εποχής. Γκρι, μαύρα, λευκά, για την ανακωχή. Και την ελπίδα.
Οι άνδρες φορούν τη στολή της κοινωνικής ανημπόριας... Οι γυναίκες, πάντα πιο αισιόδοξες, κοκέτες στα συντρίμια και την αβεβαιότητα, καλύπτουν τον πόνο τους με καπέλα και μπούκλες. Φέρνω στο μυαλό μου την κολόνια της γιαγιάς. Τόσκα, χύμα, λουλουδάτη, ανθισμένη, απέριττη. Άλλωστε τα ρούχα πλένονται στο χέρι με Τρινάλ και στο κρεοπωλείο ο κιμάς κόβεται «παρουσία του πελάτου», οι διαφημίσεις μιλούν για εκλεκτά τρόφιμα, το τέλειον, το ασυναγώνιστον, αρίστη ποιότης…
Επιδιορθώνονται τα ρούχα, η διάθεση, μαζί και οι πόλεις. Η επαρχία μετακομίζει στα μεγάλα αστικά κέντρα, με προορισμό την Αθήνα. Πρώτες αντιπαροχές. Κίτρινα λεωφορεία και τραμ. Φωτεινές επιγραφές για πρώτη φορά. Ραδιόφωνο, προνόμιο των αστών. Το 1946 χρησιμοποιείται ο πρώην, γερμανικός πομπός για να στηθεί το Αθηναϊκό Πρόγραμμα κι έτσι αρχίζουν οι πρώτες εκπομπές. Η πόλη αποκτά δικό της ραδιόφωνο. Ζωή. Με ήχο.
Και διαλείμματα. Σιωπή. Λογοκρισία. Πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, διαλύουν σχολεία, σπίτια, αγωγή. Παιδιά χάνονται, πριν προλάβουν να ενηλικιωθούν. Ο φόβος αγκαλιά με την φτώχεια. Το κατηχητικό ενισχύει τη ψυχή και το μουρουνέλαιο, το σώμα.
Τα παιχνίδια είναι ανύπαρκτα. Τα παιδιά σκαρφίζονται παιχνίδια του νου: κρυφτό, κυνηγητό, αμπάριζα, αυτοσχέδιες μπάλες. Καλάμια γίνονται όπλα, τόξα, βέλη, άλογα. Ας είναι καλά η φαντασία και η επινοητικότητα που γεννάει η ανέχεια. Παιδιά που διαβάζουν με πάθος αστυνομικές περιπέτειες, Ελληνόπουλο και Μάσκα, ακούνε (μαζί με τους γονείς τους), δίσκους 78 στροφών, ελληνικά και αγγλικά τραγούδια, μαθαίνουν τις πρώτες τους αγγλικές λέξεις, μετά το γερμανικό «νάιν».
* Το κείμενο που έγραψα για τα ιστορικά λευκώματα στην Καθημερινή δημοσιεύεται στο λεύκωμα Ελλάδα, 20ος αιώνας, 1940-1950, Β' Τόμος.