Γαλλοαμερικανός, 78 χρόνων. Ο τελευταίος των σάουντρακ, με στοιχεία από τζαζ και easy listening, ταγκό και κλασική μουσική. Δεκατρείς φορές υποψήφιος για Οσκαρ, τρεις φορές βραβευμένος με Οσκαρ, πέντε φορές με Γκράμι. Μέχρι σήμερα έχει κατορθώσει να συνεργαστεί με καλλιτέχνες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως ο Μάιλς Ντέιβις και η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, ο Ιβ Μοντάν και η Κίρι Τε Κανάουα, ο Φρανκ Σινάτρα και η Σίρλεϊ Μπάσεϊ… Συνθέτης, παραγωγός, πιανίστας, μαέστρος, τραγουδιστής.
Tον τελευταίο καιρό, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Αμερική και τη Γαλλία. Τετάρτη, 9 το βράδυ, Λος Αντζελες καλεί Αθήνα. Χωρίς χρονικό όριο αυτή τη φορά, καθώς ο ίδιος προτιμά τις τηλεφωνικές συνεντεύξεις, την προσωπική επαφή από την έγγραφη επικοινωνία μέσω email... Μichel Le Grand, όπως Μισέλ ο Μεγάλος, ή Michel Legrand, διαλέγετε και παίρνετε. O Mισέλ Λεγκράν δεν μιλάει πολύ, αποφεύγει τις παγίδες. Παραμένει επικοινωνιακός, αν και φειδωλός στα λόγια. Δεν πειράζει. Με τη μουσική που έχει γράψει, το δικαιούται. «The Windmills of your mind», «Τhe summer knows», «Papa can you hear me?», «Ι will wait for you»...
– Τι έχετε ακούσει για την Ελλάδα; Για την οικονομική κρίση;
– Δεν ξέρω τίποτε απολύτως για την πολιτική. Ζω στον κόσμο μου. Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνον μουσική.
– Ποια είναι τα πρώτα πράγματα που θέλετε να κάνετε στη διάρκεια της παραμονής σας στην Αθήνα;
– Αυτό που μου αρέσει όταν πηγαίνω σε μια καινούργια πόλη, σε μια χώρα που με φιλοξενεί για πρώτη φορά, είναι να την περπατάω, να την αφουγκράζομαι, να νιώθω τον παλμό της. Ειδικά όταν μιλάμε για μια τόσο γενναιόδωρη χώρα όπως η Ελλάδα, το μόνο που εύχομαι είναι να κολυμπήσω και να νοικιάσω ένα πλοίο για να γυρίσω στα νησιά.
– Δεν είμαι η μόνη που έχω κλάψει με τη μουσική σας. Υπάρχει χαρούμενη μουσική; Μουσική που σε κάνει να γελάς;
– Δεν έχω ιδέα. Γράφω ακριβώς αυτό που νιώθω, ακολουθώ τη φαντασία και τα συναισθήματά μου. Εχω συνηθίσει να ακούω και να γράφω ό, τι σκέφτομαι. Οσο εγωιστικό κι αν μπορεί να ακουστεί, όταν γράφω ένα τραγούδι, το γράφω για μένα. Φαντάζομαι πώς θα είναι στο φιλμ, βάζω ένα τζαζ περιτύλιγμα και είμαι ο πρώτος που το τραγουδάω. Οσο για τη χαρούμενη μουσική, φυσικά και υπάρχει. Και στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» ακόμη, υπήρχαν στιγμές που ορισμένοι γέλασαν κιόλας.
– «Οι Ομπρέλες του Χερβούργου» και 249 ακόμη ταινίες φέρουν την υπογραφή σας στους τίτλους της μουσικής υπόκρουσης. Σας παρουσιάζουν σαν τον συνθέτη των Οσκαρ. Πώς προτιμάτε να συστήνεστε;
– Δεν ξέρω. Μοιάζει με αστείο. Εγώ κάπως έτσι θέλω να το αντιμετωπίζω. Οταν μιλάω για τον εαυτό μου, λέω μόνο ένα πράγμα. Πως η ζωή πρέπει να είναι ανάλαφρη, διάφανη και χαρούμενη.
– Από τον Λικ Γκοντάρ στον Ρόμπερτ Αλτμαν και τον Σίντνεϊ Πόλακ. Υπήρχαν φορές που απογοητευθήκατε από τον τρόπο που παρουσιάστηκε η μουσική σας στην τελική κόπια;
– Μου έχει συμβεί κάποιες φορές. Αλλά δεν απογοητεύομαι πια. Η τελική απόφαση ανήκει στον σκηνοθέτη του φιλμ. Αυτός είναι ο καπετάνιος του πλοίου. Κι εγώ καλούμαι να υπακούσω σε κάθε του πρόσταγμα. Ευτυχώς οι μελωδίες μού έρχονται αβίαστα. Γράφω 25 με 30 μελωδίες. Στη διάρκεια της ημέρας, οι μισές πεθαίνουν κι έτσι τις ξεφορτώνομαι. Τις καίω, γιατί ξέρω ότι αποκλείεται να τις χρησιμοποιήσω σε άλλο φιλμ. Και την επόμενη μέρα θυσιάζονται άλλες πέντε, οπότε η ζωή μου γίνεται αυτομάτως πιο εύκολη. Σε μία εβδομάδα, έχω καταλήξει σε δύο ή τρεις.
– Τι σκέφτεστε για τη σύγχρονη μουσική; Τι σας αρέσει να ακούτε;
– Ο, τι μπορείτε να φανταστείτε. Αλλο αν υπάρχουν πολύ λίγα, καλά πράγματα, τα σκουπίδια είναι περισσότερα. Η σύγχρονη κλασική μουσική είναι ένα τίποτα. Η τζαζ, εξαιρετική. Σαν τον χτύπο της καρδιάς.
– Αν ήταν να έχετε γράψει μόνο ένα τραγούδι, ποιο θα διαλέγατε και γιατί;
– Δεν έχω καμία προτίμηση. Δεν ντρέπομαι ούτε νιώθω περηφάνια για όσα έχω κάνει. Ολες οι ταινίες είναι παιδιά μου. Μοναδικές για διαφορετικούς λόγους. Μου αρέσει ό, τι έχω κάνει και γιατί όχι; Διασκέδαζα όταν τις έγραφα.
– Παίζετε πιάνο από τα τρία σας χρόνια. Πόσο έχει αλλάξει η σχέση σας με το πιάνο με το πέρασμα των χρόνων; To κουβαλάτε μαζί σας ακόμη και στις διακοπές σας;
– Πάντα έχω ένα πιάνο μαζί μου. Οπου κι αν βρίσκομαι. Είναι η άλλη πλευρά του εαυτού μου. Παραμένουμε δύο εξαιρετικά καλοί φίλοι.
– Τι ήταν εκείνο που σας ανάγκασε μετά το «Γιεντλ» να σταματήσετε κάθε συνεργασία με το Χόλιγουντ και να εργαστείτε αποκλειστικά για το γαλλικό σινεμά;
– Μου αρέσει η εναλλαγή των ρόλων. Η ποικιλία. Θέλω να αλλάζω. Οταν τελείωσα το «Γιεντλ» και μία ταινία του Τζέιμς Μποντ, ένιωσα ότι εκπλήρωσα όλα μου τα χρέη στο Χόλιγουντ. Και δεν ξαναγύρισα ποτέ.