Περπατώντας στην Πατριάρχου Ιωακείμ για να συναντήσω για πρώτη φορά από κοντά τον Enrique Loewe, αναρωτιέμαι αν προφέρουμε τόσα χρόνια σωστά το όνομα Loewe. Συνηθίζουμε να λέμε Λέβε με γερμανική προφορά, όμως στην εβδομάδα μόδας έχω ακούσει τόσες διαφορετικές εκδοχές. «Είναι δύσκολο ακόμη και για μένα να δώσω μια απάντηση», μου εκμυστηρεύεται μόλις τον συναντώ. «Εσείς το προφέρετε σίγουρα σωστά αφού πρόκειται για γερμανικό όνομα αλλά εμείς στην Ισπανία συνηθίζουμε να το λέμε Λοέβε, διαβάζοντας ακριβώς ότι βλέπουμε. Τίποτα δεν με ξαφνιάζει πια. Εχω ακούσει από Λαβ και Λου μέχρι Λούλου, που αποφάσισα να μην ασχολούμαι πια».
Με την παράδοση όμως ασχολείται. Διαφορετικά πως επιβιώνει ένας οίκος μόδας που πρωτοιδρύθηκε το 1846; «Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Σκεφτείτε μόνο όλους τους βασιλείς της Ισπανίας που έχουν περάσει αυτό το κατώφλι. Ο οίκος Loewe, ήδη από το 1908, υπήρξε ο αποκλειστικός προμηθευτής της βασιλικής οικογένειας. Αν πετύχαμε κάτι είναι ότι οι βασιλείς επισκέπτονται ακόμη πιο συχνά σήμερα τον οίκο.»
Και δεν είναι οι μόνοι. Αν και ξεκίνησαν με μόλις τρία καταστήματα, ήδη στο τέλος του 50 είχαν ξεπεράσει τα 22. Ο ανταγωνισμός ήταν μάλλον ανύπαρκτος εκείνη την εποχή, οπότε μέχρι τη δεκαετία του 80 η πολυτέλεια αποτελούσε συνώνυμο με τον οίκο Loewe τουλάχιστον για την Ισπανία. Ο ανταγωνισμός έφερε νέα πνοή, με ανοίγματα ακόμη και στην Ιαπωνία, «όχι τόσο για λόγους τακτικής αλλά και γιατί το έδαφος τότε ήταν πρόσφορο».
Είναι και οι διάσημοι σχεδιαστές που ενισχύουν το παραμύθι. Ο Giorgio Armani σχεδίαζε για τον οίκο Loewe για εφτά χρόνια και ο Karl Lagerfeld για τρία, επιχειρώντας να μεταμορφώσουν τον οίκο Loewe από έναν κατεξοχήν οίκο αξεσουάρ σε πρετ-α-πορτέ. Είναι τότε που γίνονται και οι πρώτες επιδείξεις, τότε που παρουσιάζεται στο κοινό μια ολότελα νέα φιλοσοφία «χωρίς ποτέ να αλλάξουν τρία βασικά σημεία: η τεχνική, η αγάπη για την ποιότητα, το ντιζάιν».
Αν και η διάθεση δεν υπήρξε ποτέ φολκλόρ, το φόντο είναι σίγουρα μεσογειακό. «Μπορείς σίγουρα να αναγνωρίσεις το φως από τον ουρανό της Σεβίλλης, κι όμως αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το απαιτήσω από έναν σχεδιαστή. Παραμένει στη διακριτική του ευχέρεια να το ανακαλύψει από μόνος τους».
Ο Narciso Rodriquez, πρώην σχεδιαστής του οίκου και ο Jose Enrique Ona Selfa «προσπαθούν να κερδίσουν το στοίχημα με το δέρμα, να εμπνευστούν από την τέχνη, από τους ιμπρεσιονιστές, από πίνακες του Βελάσκεθ, ακόμη και από τους ναυτικούς».
Η τέχνη εμπνέει. Ο Enrique Loewe επιμένει ότι τόσο τα ρούχα, όσο και τα αξεσουάρ πρέπει να αφηγούνται μια ιστορία, ένα μικρό ποίημα που δεν έχει ανάγκη από μετάφραση. Θυμάμαι ακόμη ένα δερμάτινο κλασικό σακάκι Loewe της μαμάς μου που είχε αγοράσει χρόνια πριν από το Παρίσι. Ηταν το πιο αγαπημένο μου πανωφόρι γιατί όσο περνούσε ο καιρός γινόταν και καλύτερο, το πιο μαλακό δέρμα που έχω αγγίξει. Εκείνο που δεν γνωρίζω είναι ποιος σχεδιαστής ήταν τότε στον οίκο. Ρωτάω τον Εnrique Loewe πόσο συχνά μπορεί να αλλάζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενός οίκου μόδας: «Η εμπειρία μου έχει δείξει πως οι σχεδιαστές pret-a-porter μπορούν να αντέξουν για 7-8 σεζόν το πολύ, δηλαδή τρία με τέσσερα χρόνια, στο ίδιο σπίτι. Ο λόγος; Ανάγκη για ανανέωση. Και από τις δυο πλευρές».
Αν ξεχωρίζει κάποιους από τους σχεδιαστές του οίκου στο παρελθόν είναι τον Armani και τον Montana. «Σχεδιαστές που πιστεύω ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύ περισσότερα δημιουργικά χρόνια». Αναρωτιέμαι ποια υπήρξε η χρυσή εποχή για τον οίκο Loewe: «Αναμφισβήτητα οι δεκαετίες του '70 και του '80.». Κάθε τόσο μιλάει για τον χαμένο χρόνο, “le temps perdu” κι εγώ φαντάζομαι τη ζωή του παρελθόντος. Του λέω ότι τώρα οι νέοι βασιλιάδες είναι οι ροκ σταρ, μαζί και οι πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ. «Θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι δεν ενδιαφερόμαστε για τις διασημότητες. Δίνουμε μάχη για να πατάμε γερά στο κόκκινο χαλί.»
Για το τέλος, του ζητάω τον ορισμό της ακραίας πολυτέλειας: «Τη στιγμή που η πολυτέλεια γίνεται συνώνυμο της ωμής πραγματικότητας εξαιτίας της υπερβολής, νιώθω ότι βιώνουμε όλοι μαζί τα αποτελέσματα της ανασφάλειας για το αύριο, του φόβουπου γεννήθηκε μετά το ξημέρωμα της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο υπερβολικός φόβος έφερε την υπερβολή στη μόδα. Με την πολυτέλεια νιώθεις ότι ξεχνάς έστω και για λίγο την αβεβαιότητα που φέρνει το αύριο».