Συνέντευξη; Χείμαρρος; Εξομολόγηση; Κατηγορώ; Ενας εκρηκτικός μονόλογος περισσότερο ενός ανθρώπου που έχει κάθε δικαίωμα να μιλάει για την ελληνική μόδα γιατί μπήκε σε 40 χώρες, και όχι απλά μπήκε, καθιερώθηκε, απογειώθηκε και έμεινε εκεί, στην κορυφή.
«Ενας χρυσός Ελληνας σηκώνει ψηλά την Ολυμπιακή φλόγα», έγραφαν τότε οι ξένες εφημερίδες. Τόσο ψηλά που όταν αποφάσισα να αναζητήσω τους λόγους που την σημερινή πραγματικότητα της ελληνικής μόδας, ήξερα ότι ο Γιάννης Τσεκλένης θα ήταν ο μοναδικός μάρτυρας «εγκλήματος», ο μόνος που γνωρίζει από μέσα τις χαμένες ευκαιρίες.
Ίσως γιατί έχει ξοδέψει 44 χρόνια στην ελληνική βιομηχανία μόδας. Ισως γιατί πιστεύει ότι οι επωνυμίες γίνονται. Ισως πάλι γιατί κάθησε με τους υπογράφοντες υφάσματα στον κόσμο, Emilio Pucci, Ken Scott και αναφέρεται στις παγκόσμιες εγκυκλοπαίδιες μόδας ως fashion textile designer. Ισως γιατί οι τίτλοι του διεθνούς Τύπου είναι το πειστήριο: «Tseklenis-Greeks’ word in fashion», «Tseklenis puts Greece on the map», «It’s all Greek and all chic»...
Διαβάζει τον ενθουσιασμό στα μάτια μου. Ξέρω όμως ότι για να μιλήσουμε για το σήμερα, πρέπει πρώτα να ταξιδέψουμε στο χθες, για να μιλήσουμε για τα λάθη, πρέπει να δούμε πρώτα το «σωστό», για να βρούμε από τι νοσεί η μόδα, πρέπει να μάθουμε αν υπήρξε ποτέ «υγιής». Ο Γιάννης Τσεκλένης μπήκε επιθετικά στην Αμερική και έφυγε νικητής, δημιούργησε μια βιομηχανία παραγωγής ενδυμάτων με δίκτυο πωλήσεων, showroom σε τέσσερις χωρες ενώ έφτασε στο σημείο να πουλάει σε 2300 καταστήματα παγκοσμίως. «Επαθα καρκίνο το 1974 στο peak της δουλειάς μου, έπρεπε να πεθάνω αλλά γλύτωσα» λέει, έφυγε από την Ελλάδα το 1977, έκανε licensing στην Αμερική, επέστρεψε νικητής και τα υπόλοιπα γράφονται στην ιστορία, πάνω σε αεροπλάνα, τρένα, βαπόρια, οικισμούς, ξενοδοχεία, λεωφορεία, τρόλεϊ, υφάσματα επιπλώσεων, αυτοκίνητα, μεταλλικά αντικείμενα, αξεσουάρ, αρωματικά προϊόντα, οικισμούς με άποψη Τσεκλένης, από το 1990 σκηνοθετεί το art direction της ζωής. Εχει εισπράξει χειροκρότημα έμπρακτο, και όχι μόνο της πασαρέλας.
Μέσα σε όλα αυτά ανέλαβε τη διακόσμηση για τους βασιλικούς γάμους του Χουάν Κάρλος με τη Σοφία και του Κωνσταντίνου με την Αννα Μαρία το 1961. Εχει γυρίσει πέντε ταινίες για τις δικές του συλλογές οι οποίες βρίσκονται από το 1979 στο Μουσείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης σαν διαχρονικά βίντεο κλιπ της μόδας ενώ όλες του οι συλλογές, το αρχείο και υλικό δημοσιότητας και το φωτογραφικό υλικό των συλλογών του φιλοξενείται στο Πελοπονησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα. Κύματα, μωσαϊκά και ελληνικά αγγεία, εραλδικά σύμβολα, βυζαντινά χειρόγραφα, βουντού, έντομα, τσάροι, καρτούν, ξυλόγλυπτα, καραβάκια, ο Paul Poiret, ερωδιοί, πίνακες του Ελ Γκρέκο, τριαντάφυλλα, μαύρα πετράδια, ορχιδέες, μωσαϊκά της Πέλλας, η Αρπαγή της Περσεφόνης, αφρικάνικες εικόνες, το Γκάζι, τίγρεις και πάνθηρες αποτυπώνονται όλα στο έργο του...
Είναι τότε που η Washington Post έγραφε: «Η Ελλάδα είναι της μόδας». και οι LA Times :«1970, ο νέος χρυσούς αιώνας για την Ελλάδα». Και η πραγματικότητα; «Ταλέντο υπήρχε πάντα στην Ελλάδα, χαραγμένη στρατηγική δεν υπάρχει», λέει ο Γιάννης Τσεκλένης. «Εγώ είχα την τύχη να έχω άλλες γνώσεις τότε και μια επιθετικότητα με την οποία μπορούσες πολύ εύκολα να οργώσεις την υφήλιο. Τότε υπήρχαν λίγοι. Εγώ μπήκα μέσα από καμινάδες. Καλλιτεργείς μια εθνική υπερηφάνεια στον καταναλωτή. Εγώ την καλλιέργησα με το να αγοράζει Τσεκλένη από το Harrods και να μην το ξέρει. Σήμερα έχουμε έλλειψη εξωστρέφειας».
Για την ελληνική «βιομηχανία» μόδας ο Γιάννης Τσεκλένης μπορεί να μιλάει και σαν νονός της ονομασίας «επώνυμο ελληνικό προϊόν», μιας και από κοινού με τον Μεταξά και τον Λαλαούνη, «είμασταν οι τρεις πρωτεργάτες του καθορισμού του όρου, το οποίο, τώρα έχει αναπτυχθεί σε επώνυμους κοσμικούς. Λέγοντας επώνυμο, εννοούμε ένα διάσημο προϊόν. Το επώνυμο προϊόν ήταν ανάγκη να υπάρξει στις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80, τότε που η Ελλάδα είχε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Στη μόδα αυτό συμβαίνει. Εχουμε καθιερωμένα ονόματα, μυθικά, που έχουν καθιερωθεί λόγω κοινωνικου στάτους. Αυτή την ψευδαίσθηση η μόδα την ασκεί συνέχεια, κυρίως δε στα είδη πολυτελείας. Νομίζει κανείς ότι θα μοιάσει σε έναν σταρ, αν έχει το ίδιο αυτοκίνητο ή την ίδια ζώνη».
Κάπως έτσι ξεκινάει και το παραμύθι της ελληνικής μόδας, από μια ανάγκη περισσότερο για παραγωγή στάτους made in Greece. «Η Ελλάδα, στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, άρχισε δειλά-δειλά να βλέπει τη μόδα σαν ένα κοινωνικό, μαζί και καταναλωτικό φαινόμενο. Η μόδα ήταν για πολύ λίγους στη δεκαετία του 20 και του 30. Το ανδρικό φύλο θεωρούσε τον εαυτό του πολύ σοβαρό για να ακολουθεί τη μόδα. Οι ελληνικοί ραπτικοί οίκοι πήγαιναν στο Παρίσι, παρακολουθούσαν τις συλλογές της υψηλής ραπτικής στα κλεφτά, καμιά φορά αγόραζαν επισήμως και κάποια μοντέλα, αλλά τα πληρώνανε λίγο ακριβά αφού οι γαλλικοί οίκοι γνώριζαν ότι θα αντιγραφούν στη συνέχεια. Αμέσως μετά αγόραζαν τα υφάσματα και ετοίμαζαν τα ρούχα κατά παραγγελία».
Δεν ξεχνά να εκθειάσει την ποιότητα ραφής των οίκων, όπως της Παπαστεφάνου, της Τσαμαδού, του Μαυρόπουλου, του Κρίτσα, του οίκου Ευαγγελίδη- Κουρτίδη, του οίκου Ζωρζέτ. «Τελικά, άρχισε να συζητιέται πολύ ο οίκος ραπτικής στην Ελλάδα, αν και δεν μιλούσαμε για υψηλή δημιουργία αλλά υψηλή ραπτική, αντιγραφές των μοντέλων και προσαρμογή στα σώματα».
1950 και τα πρώτα έτοιμα ενδύματα στην Ελλάδα. «Αυτό πήρε για την Ελλάδα μια 15ετία.» 1960 και αποσπασματικές επιθετικές παρουσίες με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Τσεκλένη και τον Δημήτρη Κρίτσα. «Ο Κρίτσας κατανοεί κι αυτός τη σημασία του pret-a-porter, την ανάγκη να βγουν τα ονόματά μας στο διεθνή χώρο, και σχεδιάζουμε τις πρώτες συλλογές (εγώ σχεδίαζα τα υφάσματα κι εκείνος τα ρούχα) με το σκεπτικό ότι αν θέλουμε να βγούμε στις διεθνείς αγορές, αντιγράφοντας δεν θα πάμε πουθενά, θέλουμε 100% originality. Επιστράτευσα όλη μου τη γνώση στις τάσεις της μόδας των υφασμάτων. Ήξερα πιο πολύ τι δεν είχα δει. Τότε ακόμη δεν ήταν τα trends τόσο σημαντικά, όσο το να κάνεις κάτι πραγματικά πρωτότυπο».
Τα κατάφεραν. Εσπασαν το φράγμα. «Πήγαμε δύο άνθρωποι, άγνωστοι, μέσα σε μία χαοτική χώρα αλλά μπήκαμε από την καπνοδόχο στο σαλόνι. Αναιδέστατα κι αυθαίρετα και με όλη την αυθάδεια που πρέπει να έχει ένας Έλληνας όταν πηγαίνει να ρισκάρει και μέσα σε 48 ώρες είχαμε γίνει θέμα στα τεκτενόμενα της νεοϋορκέζικης μόδας, κάνοντας μια πολύ δυναμική παρουσία». Πώς εξαργυρώνεται η επιτυχία; Ολη η συλλογή αγοράστηκε από την Elizabeth Arden Couture.
Ελληνική μόδα σήμαινε εκείνη την εποχή Jean Desses, James Galanos, Γιάννης Ευαγγελίδης, Γιώργος Σταυρόπουλος. «Αρχισαν να καταλαβαίνουν και στο εξωτερικό ότι υπάρχουν Ελληνες που σχεδιάζουν μόδα», λέει ο Γιάννης Τσεκλένης. Στην αρχή της δεκαετίας του ́70, δημιουργείται ένας πυρήνας σχεδιαστών στην Ελλάδα και γίνεται η πρώτη εκδήλωση μόδας με θεατές τους opinion leaders της μόδας παγκοσμίως. «Κατά το γνωστό αλαλούμ, όσοι ενεπλάκησαν έμειναν περισσότερο στις διενέξεις παρά στο αποτέλεσμα. Κι όμως δεν φτάνει ένας προφήτης, θέλει μερικούς κοκκόρους για να ξημερώσει. Η άγνοια κατέστρεψε όλες τις προσπάθειες. Εχουμε ταλέντα σήμερα χωρίς μάρκετινγκ, αυτοδίδακτους, αν και ενστικτώδεις, σχεδιαστές. Κι επιπλέον ένα αφελές κοινό το οποίο δεν εκπαιδεύτηκε να αγαπήσει κάτι ελληνικό που είναι όμως απόλυτα δικαιολογημένο διότι είχε στερηθεί σαν απαγορευμένο, ακριβό καρπό τα ξένα προϊόντα τόσες δεκαετίες.».
Κάπως έτσι η έννοια ελληνική υψηλή ραπτική έσβησε γιατί δεν είχε λόγο ύπαρξης. Το ελληνικό pret-a-porter μπορούσε πλέον να προωθεί την ελληνική ραφή αλλά, δυστυχώς, όχι και την ελληνική μόδα. «Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από τους Έλληνες σχεδιαστές ακολουθούσαν την πεπατημένη από το διεθνή χώρο, συχνά αντέγραφαν κομμάτια αλλά όχι και τόσο καλά, έκαναν κάποιες προσαρμογές, αποκοιμήθηκαν με λιγοστές πάντοτε εξαιρέσεις. Δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην Ελλάδα αυτό που ονομάζεται παγκοσμίως fashion industry».
Ο Γιάννης Τσεκλένης υπήρξε προφητικός. «Ό,τι συνέβη στο Χρηματιστήριο και τείνει να γίνει στη βιομηχανία του τουρισμού, συνέβη στην ελληνική βιομηχανία μόδας. Ευκαιριακά έφτιαξαν όλοι βιομηχανίες, καλά ρούχα, κέρδισαν χρήματα, δεν πρόλαβαν να τα χαρούν, γιατί άρχισαν οι αρνητικές επιπτώσεις της αναδουλειάς, στράφηκαν όλοι στην εύκολη λύση, χρησιμοποιώντας ιταλοακουγόμενα ονόματα. Ακόμη και σήμερα κάθε μπουτίκ, μαγαζάκι, και κάθε οίκος χονδρικής έχει από ένα groupo στην κατάληξή του ή έχει το όνομα της μαμάς του μεταφρασμένο στα ιταλικά». Του ζητάω να μάθω την αιτία. «Γιατί επικρατεί μια παραφθορά της αριστοτέλειας λογικής: οι Ιταλοί είναι μεγάλοι designers, «ιταλός» κι αυτός, άρα θα είναι «μεγάλος» designer».
Ο ίδιος μπορεί να ακούγεται απαισιόδοξος, είναι όμως ρεαλιστής αφού πιστεύει ότι οι Έλληνες σχεδιαστές θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει 10-20 επωνυμίες για να φωτιστούν απέναντι στις 200 γαλλικές, στις 300 ιταλικές, στις 50 γερμανικές,στις 100 αγγλικές, «γιατί υπήρχε και το ταλέντο και η δύναμη. Και βεβαίως να είχαν πάψει να συντηρούνται από εσωστρέφεια, η οποία είναι καταστροφική. Όπως και η ικανοποίηση που απολαμβάνουν από το να βλέπουν το όνομά τους στα ελληνικά περιοδικά και την ελληνική τηλεόραση, νομίζοντας ότι έχουν κατακτήσει τον κόσμο, ενώ έχουν κατακτήσει μόνο τη συνοικία τους».
Οσο περνάει η ώρα, συνειδητοποιώ ότι το χρώμα της ελληνικής μόδας είναι μαύρο με κάποιες λιγοστές πολύχρωμες πινελιές, σαν αναλαμπές. Για τον Γιάννη Τσεκλένη η κατάσταση σήμερα είναι μη αναστρέψιμη. «Σαν τις μεγάλες ασθένειες και τις οικονομικές βλάβες. Πολύ απλά γιατί οι συγκυρίες που έτειναν να κάνουν την Ελλάδα μία σημαντική παρουσία στη διεθνή μόδα, δεν υπάρχουν πια. Το κεφάλαιο είναι ακριβό, δύσκολα μπορεί να στηριχτεί ένα brand name, δεν μπορεί να κάνει κανείς επενδύσεις πλέον στον τομέα της μόδας. Επιπλέον η Ελλάδα δεν είναι πια της μόδας, όσοι λοχαγοί Κορέλι κι αν γυριστούν, όσες Ολυμπιάδες κι αν γίνουν...».
Του αναφέρω ονόματα νέων σχεδιαστών που έχουν αρχίσει να ταράζουν τα διεθνή ύδατα. «Σήμερα, το ταλέντο εξακολουθεί να περισσεύει, η έφεση του Έλληνα να διακριθεί ακόμα υπάρχει, η μόνη λύση για να δούμε ελληνικά ονόματα στο διεθνή χώρο είναι η φυγή προς αυτόν. Πριν από χρόνια είδαμε να αναπτύσσεται το φαινόμενο του Νίκου Αποστολόπουλου, που δυστυχώς δεν είχε την κατάλληλη υποδομή για να εξελιχτεί περισσότερο, βλέπουμε την Sophia Kokosalaki, τον John Varvato, τον Kosta Murkudi, που είναι όμως δεύτερης γενιάς. Η Kokosalaki έχει κάνει τη σωστή κίνηση. Πήγε και στήθηκε έξω και αναπτύσσεται μέσα από εκεί.».
Δεν θα μπορούσε λοιπόν να επαναληφθεί το ίδιο με έναν ελληνικό οίκο σήμερα; «Ο χώρος της μόδας είναι αχανής. Αρκεί να βρίσκεσαι και να δουλεύεις σε χώρα με θετικό περιβάλλον. Όπως θα δούμε Έλληνα Πρόεδρο της Ευρώπης, Έλληνα Πρόεδρο της Αμερικής, θα μπορέσουμε να ξαναδούμε έναν Jean Desses, όχι στο επίπεδο της υψηλής ραπτικής αλλά της διεθνούς μόδας. Αλλά αυτό θα γίνει μόνο αν οι Έλληνες φύγουν προς τα έξω. Και την Kokosalaki θα πρέπει πρώτα να την γνωρίσει το αγοραστικό κοινό στο Μιλάνο και στο Λονδίνο και μετά στην Αθήνα. Από αυτό πάσχουμε. Η αποδοχή μου γινόταν τρεις φορές μεγαλύτερη, όταν με αγόραζαν από το Harrods χωρίς να το ξέρουν. Η ελληνική βιομηχανία της μόδας εξαφανίστηκε από την άγνοια των όσων ασχολήθηκαν με αυτήν».
Οταν γύριζε ο Μαστρογιάνι τον «Μελισσοκόμο» στην Βόρεια Ελλάδα, είχε δηλώσει: «Εγώ δεν είμαι σταρ, στην Ιταλία σταρ είναι οι σχεδιαστές μόδας». Και στην Ελλάδα, υπάρχουν σταρ; «Τα λάθη που κάνουν οι συνάδελφοι μου, τα οποία, βλέπω τώρα με την ασφάλεια της απόστασης, είναι ότι δεν βλέπουν αύριο, είναι Ζορμπάδες, δεν συνειδητοποιούν ότι δεν ανήκουν πουθενά. Βρίσκονται σε μια συνοικία, τους ξέρει μόνο η γειτονιά τους και δεν έχουν αγορά, ούτε μέλλον, θα αφανιστούν τελείως. Οι ξένοι συνάδελφοι, όσοι δεν δένονται σε μεγάλα άρματα, επιβιώνουν σαν αρτίστες, βεβαίως άξιοι να τους χειροκροτήσει κανείς αλλά η μόδα είναι σαν την σκηνοθεσία. Αν δεν πας στο ευρύ κοινό, δεν καθιερώνεσαι, άρα δεν καταλαβαίνεις αν η δουλειά σου έχει απήχηση».
Και για τον Γιάννη Τσεκλένη η μόδα μόνο έτσι μετριέται. «Ο χειρότερος ξένος είναι καλύτερος από τον καλύτερο Ελληνα, σε επίπεδο επιτυχίας. Στην Ελλάδα είμαστε ψόφιοι όλοι. Δυστυχώς το κοινό τώρα είναι τόσο αφελές που νομίζει τώρα επειδή βλέπει στην τηλεόραση τρεις Ελληνες σχεδιαστές, η ελληνική μόδα έχει πάρει τα πάνω της, ενώ έχει την ανυπαρξία της η κακομοίρα».
Οση ώρα τον ακούω να μιλάει, σκέφτομαι πόσο θα πληγωθούν ορισμένοι από τα λόγια του. Αλλοι σίγουρα θα νιώσουν ανακούφιση. Κι όμως έχει δίκιο όταν λέει ότι την Ελλάδα δεν θα την αγοράσουν ως κόπιες των Ιταλών, ότι η ελληνική μόδα θα μπορούσε να έχει μια ισχυρή παρουσία στον τομέα των ρούχων διακοπών, στις resort collections, «με θέματα εθνικής επικοινωνίας που περνάνε στο υπογάστριο χωρίς αντίσταση».
Αν μιλάει με πάθος είναι γιατί έχει επανειλημμένως περάσει ελληνικά θέματα μέσα από τις κολεξιόν του: ελληνικά αγγεία, μελανόμορφα αγγεία, μωσαικά της Πέλλας, όλα θέματα εθνικής επικοινωνίας...
Κουβεντιάζουμε τόση ώρα για άλματα, πυροτεχνήματα με διάρκεια, σενάρια χωρίς χάπι-εντ, η εξωστρέφεια όμως κοστίζει σήμερα πολύ ακριβά. Και είναι κάτι που το γνωρίζει καλά και ο ίδιος. «Τότε, προσφέροντας λίγο ούζο και ελληνική μουσική, ακουμπώντας πάνω στην αίγλη της Μελίνας ή του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη ή του Ωνάση, αποκτούσαμε εύκολα διαβατήρια για να γίνουμε αντικείμενο μιας τηλεοπτικής συνέντευξης και να προσέξουν την πραμάτεια μας. Σήμερα, έχει τελειώσει αυτό το παιχνίδι. Δεν υπάρχει ανησυχία να βρούμε μια exciting χώρα να εισάγουμε από εκεί. Ολοι δουλεύουν με κεφάλαια. Τώρα πρέπει να πας να ταρακουνήσεις τα ύδατα μέσα στο παλάτι της μόδας. Πρέπει να αγοράσεις ώρα για να δείξεις στο Λούβρο. Δεν μπορεί να πάει ο καθένας για να μην γεμίσει σαβούρα. Το να σε αγνοήσουν δε είναι χειρότερο από την κακή κριτική.»
Ισως είναι η κατάλληλη στιγμή να μάθω γιατί σταμάτησε ξαφνικά το 1990 να ασχολείται με τη μόδα. «Αποχώρησα γιατί κουράστηκα να κάνω τον Δον Κιχώτη από την Ελλάδα στον διεθνή χώρο. Γιατί με ξύλινο σπαθί χτυπούσα τους ανεμόμυλους. Και όταν μιλάω για ξύλινο σπαθί εννοώ την ελληνική υποδομή. Φωνάζω ακόμη με πάθος για την βιομηχανία μόδας χωρίς καμία επιθυμία επανάκαμψης μου. Ξέρω καλά ότι είμαι μια απώλεια για την μόδα στην ένδυση, ευτυχώς όχι και για τη μόδα της ζωής αφού μπήκα στην παλιά μου τέχνη και ξεσπάω πλέον σε χώρους. Εξακολουθώ να έχω τις αμφιβολίες μου για το αν είναι ανατάξιμη η βιομηχανία ελληνικής μόδας από την ασθένεια της, είμαι πολύ απαισιόδοξος. Οι Τούρκοι θα φτιάξουν πολλούς Ozbek στον διεθνή χώρο και θα τους τονώσουν. Εκτός αν η Σταχτοπούτα, στην θέση της ελληνικής μόδας, βρει μια καλή νεράιδα και πετάξει τις στάχτες μακριά».