Η πρώτη φορά που συνάντησα τον Manolo Blahnik ήταν πριν από μια δεκαετία και, στο London Fashion Week. Του είχα κάνει συνέντευξη εκεί, ανάμεσα στις επιδείξεις, στις τέντες στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου. Όταν του το είπα, χρόνια μετά, μου είπε ότι με θυμόταν. «Δυσκολεύομαι με τα ονόματα. Αλλά πρόσωπα δεν ξεχνάω ποτέ. Θυμάμαι πολύ καλά το πρόσωπο σου. Ιδιωτικός ντετέκτιβ έπρεπε να έχω γίνει.»
Δεν έγινε όμως… Στην αρχή της συνέντευξης μας στην Αθήνα, στο roof garden του ξενοδοχείου King George, του είπα μια ακόμη ιστορία. Για την ημέρα που αγόρασα το πρώτο μου ζευγάρι Μανόλο, και πάλι πριν από χρόνια, στο Παρίσι, λίγη ώρα προτού συναντήσω τον Clint Eastwood για συνέντευξη στο Plaza Hotel, απέναντι ακριβώς από το ξενοδοχείο, στο Joseph, εκεί όπου πουλούσαν (τότε) Μανόλο Μπλάνικ.
Είναι η στιγμή που κολακεύεται, προσέχει τα παπούτσια που φοράω. Κάτι του θυμίζουν… «Ήταν από τα πρώτα σχέδια που είχα κάνει στη δεκαετία του '70 για τον Οσι Κλαρκ. Όχι όμως από λάστιχο. Έχουμε το σχέδιο στο βιβλίο (Manolo Blahnik drawings. Eισαγωγή Άννα Γουίντουρ. Eκδ. Thames&Hudson). Είναι πανέμορφα». Όταν του εξηγώ ότι τα σχεδίασε ο Sergio Rossi για την Puma, λέει: «Αχ αυτός, ο Sergio Rossi. Δεν σέβεται τίποτα». Κάνει σαν παιδί. Μιλάει, γκρινιάζει για την ακρίβεια, για τη διαδήλωση που γινόταν στο Σύνταγμα. «Τους φώναξα «σκάστε». Αλλά κανείς δεν με άκουσε». Κι αμέσως μετά: «Μπορώ να βγάλω το σακάκι μου γιατί βράζει εδώ μέσα»;
Μου λέει ότι αποφεύγει να δίνει συνεντεύξεις «ζωντανά» γιατί λέει ότι έχει στο μυαλό του και συχνά βρίσκει τον μπελά του. Αυτός είναι ο 70χρονος Μανόλο Μπλάνικ ένα παιδί από την χώρα του Ποτέ, που δεν θέλησε ποτέ να μεγαλώσει, άνθρωπος ξεχωριστός, με βαθειά κουλτούρα, καμία διάθεση εντυπωσιασμού, κάποιος που θα ήθελες να είναι φίλος σου. Κυρίως γιατί έχει απίστευτη αίσθηση του χιούμορ.
Πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο. Έχει πει ότι τα ταξίδια τον κουράζουν όσο τίποτα άλλο. Όταν περιμένει να ετοιμαστεί ένα δείγμα, χάνει τον ύπνο του. Ακόμη. Λέει πως δεν έχει φτιάξει ακόμη το τέλειο παπούτσι… Δεν σταματάει να μιλάει. Και να γελάει. Έχει απίστευτη αίσθηση του στιλ. «Φοράω αυτά τα παπούτσια. Επειδή δεν θα βγούμε έξω. (Είναι σαν παντόφλες). Τα έχω σε κάθε φρικτή απόχρωση. Μπλε, πράσινα, πορτοκαλί, γκρίζο, βιολετί. Αν και το τελευταίο είναι λίγο χρώμα νεκροταφείου. Έκαναν λάθος στο χρώμα. Αλλά τα λατρεύω. Γιατί είναι παπούτσια για ματαντόρ, για ταυρομάχους. Και για τζέντλεμαν του 18ου αιώνα.»
Εμπνέεται από τον Rubens και τη Μήδεια. Τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Για να αγοράσεις κάτι δικό του πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να διαθέσεις το λιγότερο 500 ευρώ. Για ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια. «Αν τα παπούτσια μου δεν ήταν τόσο αναπαυτικά, κανείς δεν θα τα αγόραζε. Νιώθω όμως άσχημα. Ειδικά όταν ξέρω τι γίνεται με τις τράπεζες και την κρίση… Κι ύστερα βλέπεις τις ουρές έξω από το κατάστημα μου και τις απίστευτες λίστες αναμονής για να βρουν τις γόβες που φορούσε η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ ή η Κέιτ Μος».
Η οικονομική κρίση δεν φαίνεται να τον έχει χτυπήσει. Ίσως γιατί δεν παράγει μόδα με ημερομηνία λήξεως. Τα μαγαζιά του θυμίζουν γκουρμέ ζαχαροπλαστείο. Θέλεις να καταναλώσεις ό,τι βρίσκεται μέσα. Εδώ και χρόνια έπασχε από ξενοφοβία. Κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει να ανοίξει μπουτίκ Μπλάνικ και εκτός Λονδίνου. Πώς αποφασίζει που θέλει να φτιάξει την επόμενη βιτρίνα του εκτός συνόρων; «Πρέπει να δω τους ανθρώπους. Κι εγώ και η αδερφή μου. Και να αποφασίσουμε αν μας αρέσουν. Δεν νοιάζομαι για τα λεφτά, δεν νοιάζομαι για άλλα πράγματα, μόνο οι άνθρωποι με ενδιαφέρουν. Είναι τόσο απλό».
Κουτσομπολεύει διακριτικά. Λέει ότι υπήρξαν περιπτώσεις που δεν υπήρχε χημεία και είπε όχι. Γύρισε την πλάτη στους ενδιαφερόμενους και έφυγε. Δεν εξαγοράστηκε ποτέ, ούτε σκοπεύει να πουλήσει όπως λέει τη μικρή του οικογενειακή επιχείρηση σε κανέναν κολοσσό της μόδας. Ξαφνικά θυμάται ένα εξώφυλλο της αμερικανικής Vogue με τις πρωταγωνίστριες της ταινίας Nine. «Οι άνθρωποι κάνουν αυτά τα πράγματα και αλλάζουν. Είδα την Νικόλ Κίντμαν στο εξώφυλλο της Vogue, και τρόμαξα. Ακόμη και η Σοφία Λόρεν ήταν υπέροχη, αλλά η Κίντμαν δεν έχει πια το πρόσωπο της. Πώς τα κάνουν αυτά τα λίφτινγκ στα πρόσωπα τους; »
Ο Μανόλο Μπλάνικ αστειεύεται τώρα με την φωτογράφο μας. «Σας παρακαλώ πολύ να με «φτιάξετε». Βάλτε με στο photo shop. Eίμαι τόσο κουρασμένος. Αλλάξτε μου το κεφάλι». Δεν το εννοεί φυσικά. Ξέρει να στήνεται υπέροχα στον φακό, θαυμάζει την Ακρόπολη, μιλάει για το Μουσείο της Ακρόπολης («σου κόβει την ανάσα»), γίνεται έξαλλος με τις πολυκατοικίες που βλέπει τριγύρω στο Σύνταγμα. «Δεν είμαι βίαιος σαν άνθρωπος. Αλλά αν μπορούσα θα έβαζα βόμβα».
Έχει πλάκα όταν εκρήγνυται. Έχει δική του προφορά, είναι μισός Τσέχος, μισό Ισπανός. Πηγαίνει στην εκκλησία. Όταν βρίσκεται στη Ρώμη (για δουλειά) πηγαίνει σε όλες τις εκκλησίες. Παρατηρεί τον κόσμο στον δρόμο. Αν σιχαίνεται κάτι; «Τις πλατφόρμες. Τις βρίσκω αποκρουστικές. Ή τα άλλα που βγαίνει το νύχι μπροστά. Μου αρέσουν οι πλατφόρμες με τα μακριά φορέματα, όπως τις φορούσαν οι γυναίκες στη δεκαετία του '70. Δεν φαινόντουσαν. Ήσουνα πανύψηλη. Περπατούσες περίεργα. Αλλά τώρα με τις κοντές φούστες...»
Έχει να πάει διακοπές 20 χρόνια. Υπογράφει παπούτσια σαν συγγραφέας. Στο παρελθόν μία κυρία του ζήτησε να υπογράψει στο πόδι της. Δυο ώρες μετά επέστρεψε με τατουάζ. Στην Αμερική, ειδικά μετά την επιτυχία του «Sex and the city», θεωρείται τόσο διάσημος, όπως και η Μαντόνα. Όμως για εκείνον κάτι τέτοιο δεν αποτέλεσε ποτέ στοίχημα ζωής. «Δεν είμαι σταρ του σινεμά, ούτε ποδοσφαιριστής. Κάνω απλώς αυτό που ξέρω. Αν πουλήσω, έχει καλώς. Αν όχι, θα προσπαθήσω να κάνω κάτι γι’αυτό».
Όταν μιλάς με τον Μανόλο Μπλάνικ, δεν υπάρχουν ερωτήσεις και απαντήσεις. Γίνεται κουβέντα που ανοίγει διαρκώς παράθυρα. Έτσι μόνο μπορεί να γραφτεί μια συνέντευξη για τον διασημότερο (ίσως) σχεδιαστή παπουτσιών στον κόσμο. Με λέξεις-κλειδιά και λογοκρισία στις λέξεις για να μπορέσουν να χωρέσουν όλες οι ιστορίες από τα ταξίδια, το χθες, τις συναντήσεις, τις αγωνίες, την καθημερινότητα.
Η μόδα. «Μου αρέσει η μόδα. Αλλιώς δεν θα ήμουνα εδώ. Αλλά μου αρέσει να αλλάζω τα υλικά, την δομή, την τεχνολογία που είναι τόσο φανταστική τώρα. Μου αρέσει να πειραματίζομαι. Είναι κάτι που με εξιτάρει. Παραμένω παλιομοδίτης όμως.»
Το παπιγιόν. «Ζω σε μια περίοδο που δεν υπάρχει πια. Θυμάμαι την εποχή που ο Τενεσί Γουίλιαμς είχε έρθει στο Λονδίνο και ήμουνα καλεσμένος σε δείπνο. Δεν ήταν χαρούμενος με την εποχή επειδή δεν υπήρχαν καλοί τρόποι. Με ρώτησε γιατί φορούσα πάντα παπιγιόν. Κι εγώ του είπα: «Μα sir, είμαι υποδηματοποιός»».
Το πρώτο σοκ. «Το παπούτσι χωρίς τακούνι. Ένα από τα αγαπημένα μου. Στην εποχή του κανείς δεν το κατάλαβε και τώρα όλοι το κάνουνε. Ήταν σοκ για μένα. Τώρα φωτογραφίζεται παντού. Δεν ξέρω γιατί αλλά τότε οι άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι. Ακόμη και αμερικανοί στυλίστες μου είχαν πει ότι δεν επρόκειτο να τα πουλήσω. Ο κόσμος θέλει ασφάλεια. Όμως ήταν ασφαλές. Θυμάμαι τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη. Στο ελληνικό θέατρο οι ηθοποιοί φορούσαν πάντα τεράστιους κοθόρνους. Λατρεύω την δύναμη που νιώθεις όταν φοράς ψηλά τακούνια. Αυτομάτως αλλάζεις τον τρόπο που περπατάς, πως νιώθεις. Είναι σαν θεατρική μεταμόρφωση».
Η προσγείωση. «Αγαπώ τα φλατ. Ευτυχώς που κι ο κόσμος τα αγοράζει. Δεν έχω σταματήσει ποτέ στην διαδρομή τόσων χρόνων να σχεδιάζω φλατ και μικρά τακούνια.»
Η αντιγραφή. «Τα σχέδια μου δεν κοπιάρονται. Ορισμένοι το κάνουν. Έχουν αυτή την τάση. Οι άνθρωποι στις σχολές, οι νέοι σχεδιαστές το κάνουν, λένε εμπνέομαι από τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν. Εγώ διδάσκω στο Royal College of Art και όταν μου λένε το ίδιο, τους λέω «κάντε κάτι που να είστε εσείς». Τους είχα πει να εμπνευστούν από τον ήλιο του Λουκίνο Βισκόντι. Το φως. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν. τους είπα να ψάξουν στο Ίντερνετ. Είκοσι κορίτσια και αγόρια έφτιαξαν απίστευτα ντοκιμαντέρ. Πρέπει να τους δώσω τώρα ένα ελληνικό θέμα, να ασχοληθούν με την Κατίνα Παξινού».
Η άγνοια. «Τα νέα παιδιά πρέπει να μάθουν. Δεν ξέρουν τίποτα. Ξέρουν τι συμβαίνει μόνο στο MTV. Οι νέες γενιές δασκάλων δεν ενδιαφέρονται πια. Αυτή είναι η εντύπωση που έχω χωρίς να θέλω να προσβάλω κανέναν. Λουκίνο Βισκόντι, Κατίνα Παξινού, τι λέμε τώρα; Μελίνα Μερκούρη, το είδωλο μου... Ξέρουν όμως ποιος είναι ο απόφοιτος ριάλιτι...»
Το παρελθόν. «Το παρελθόν είναι τόσο σημαντικό. Κάποιος ρώτησε τον Βισκόντι γιατί κάνει πάντα ταινίες εποχής. Κι εκείνος είπε ότι δεν ήταν αλήθεια, έκανε και μοντέρνα φιλμ. Αλλά στο μυαλό όλων υπάρχει ο Γατόπαρδος. Κι εγώ θα πεθάνω με αυτές τις εικόνες. Ο Βισκόντι είπε ότι χωρίς το παρελθόν δεν υπάρχει παρόν... Θέλω να χαράξω αυτή την φράση στο μυαλό μου. Οι σπουδαστές δεν ήξεραν ούτε τον Μιχάλη Κακογιάννη... Σοκάρομαι. Είναι τόσο λυπηρό.»
Το ψέμα. «Συνήθιζα να θυμώνω αλλά τώρα αδιαφορώ. Στην Κίνα έχουμε στείλει παντού μηνύσεις. Υπάρχουν παντού καταστήματα Μανόλο Μπλάνικ. Είναι απίστευτο. Εχουμε τόσους δικηγόρους που το κοιτάνε αλλά δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Στην Ισπανία υπάρχει μια εταιρία που λέγεται Μανόλος. Πολεμάμε πέντε χρόνια, έχουμε πολύ καλούς δικηγόρους, πληρώνουμε περιουσίες. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ο κόσμος ξέρει. Ακόμη κι εγώ στο Χονγκ Κονγκ μπορεί καμιά φορά να ξεγελαστώ. Τώρα νομίζω ότι είναι κωμικό. Κάποιος άλλος βγάζει χρήματα, όχι εγώ. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν μπορείς να το αποφύγεις».
Το star system. «Δεν με ενδιαφέρουν οι διασημότητες. Ακολουθούν σαν πρόβατα όλους τους άλλους. Μιμούνται. Δεν έχουν δικό τους στιλ. Μα τι κάνουν αυτοί οι σταρ; Ποιοι είναι; Από που ήρθαν; Από κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Στην εποχή μου, η Τζούλι Κρίστι, η Μπριζίτ Μπαρντό, ο Αλμπέρ Καμύ, έκαναν πράγματα. Τώρα φοράνε ένα μικρό φόρεμα και κάνουν ό,τι όλοι οι άλλοι. Δεν μου αρέσει αυτό. Δεν με ενδιαφέρει η κουλτούρα των celebrities. Συγχωρήστε με. Δεν θα έπρεπε να το λέω αυτό γιατί θα χάσω πολλούς πελάτες... Και τι έγινε όμως;»
Η πελατεία. «Πριν από την Αθήνα, ήμουνα στο Ντουμπάι. Ήρθε ένας κύριος με τη βερμούδα του, μου ζήτησε συγνώμη για την αμφίεση του. «Θέλω να αγοράσω παπούτσια για τις συζύγους μου», μου είπε. Τον ρώτησα πόσες ήταν και μου είπε «πέντε». Αγόρασε το ίδιο ζευγάρι παπούτσια και για τις πέντε. Ευτυχώς που που είχαν όλα τα νούμερα. Από 35½ μέχρι 40. Τον ρώτησα: «θέλετε να τα υπογράψω όλα;» Και μου είπε: «όχι, μόνο ένα, για την βασική μου». Συγκινήθηκα. Του είπα: «Μα τι κάνετε με πέντε συζύγους;» Θα ήμουνα εξαντλημένος.»
Η ζωή σε ταινία. «Αν ήταν να με παίξει κάποιος στο σινεμά θα ήθελα να το έκανε ο Daniel Day Lewis. Αν και είναι μάλλον βαρετή η ζωή μου για σενάριο. Έχω στιγμές. Στιγμές που γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Όμως είμαι αξιολύπητος. Περιφρουρώ την μοναξιά μου. Είναι η μόνη πολυτέλεια που έχω. Δεν είναι φρικτό που το λέω; Διαφορετικά η εικόνα γίνεται θολή. Ευτυχώς που έχω την αδερφή μου και δουλεύουμε μαζί. Αυτή είναι η οικογένεια μου. Και οι άνθρωποι που δουλεύουμε μαζί. Αυτό είναι όλο».