Με τον Jean-Marc Loubier είχαμε ξαναμιλήσει ενώ ακόμη ήταν γενικός διευθυντής του Louis Vuitton. Στο Παρίσι. Όταν ξαναβρεθήκαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό στην Αθήνα για να δούμε τι άλλαξε, αν άλλαξε κάτι ως Πρόεδρος του οίκου Celine, δεν θα μπορούσα να έχω προβλέψει ότι μια μέρα θα γινόταν CEO στον οίκο Escada, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα...
Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως ξύπνησε η Ωραία Κοιμωμένη, η Celine στην προκειμένη περίπτωση, ούτε πως γεννήθηκε το μικρό ελεφαντάκι ως σύμβολο του οίκου. Σα να διαβάζει τη σκέψη μου, ο Jean-Marc Loubier, μου λέει: «Μπορεί να άλλαξε το προϊόν και το θέμα της συζήτησης αλλά οι βασικοί παράμετροι παραμένουν οι ίδιοι: Γαλλία, Ελλάδα, πολυτέλεια, αποπλάνηση».
«Πρέπει να εφευρίσκεις διαρκώς κάτι καινούργιο, να ξαφνιάζεις πρώτα τον εαυτό σου και μετά τον κόσμο. Γι’αυτό και όσο κι αν ακούγεται εκκεντρική σαν άποψη, δεν πρέπει ποτέ να ακούς τον κόσμο. Πρέπει πρώτα να ακολουθείς το ένστικτο σου και ύστερα να εισπράττεις το χειροκρότημα ή την απόρριψη. Αν κάνουμε μόνο ότι περιμένει το κοινό μας, τότε θα πεθάνουμε το επόμενο απόγευμα. Αν παρουσιάζουμε ότι δεν θέλουν να δουν, ίσως πεθάνουμε απόψε. Πρέπει να το ρισκάρουμε.»
Ρισκάρω σημαίνει πρωτοτυπώ, δεν ανακυκλώνω και δεν νομίζω ότι υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια για επαναστάσεις. «Σίγουρα είναι δύσκολο. Όμως η ανακύκληση αποτελεί κομμάτι της ζωής, στοίχημα της μόδας. Δεν πρέπει να επαναπαύεσαι όπου είσαι καλός, πρέπει να γίνεσαι καλύτερος, να επενδύεις σε όλα, αν είσαι πετυχημένος στο πρετ-α-πορτέ, θα πρέπει να πετύχεις το ίδιο και στα αξεσουάρ. Αν βεβαίως ανακυκλώνεις μόνο, τότε θυσιάζεις την ενέργεια και την έκπληξη απέναντι στο καινούργιο. Όμως δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Η μόδα δεν θα θεωρηθεί ποτέ τέχνη».
Κι όμως η υψηλή ραπτική μπορεί να αποτελέσει μία εναλλακτική μορφή τέχνης, έστω και διαφορετική, ένα installation που θα διεκδικούσε μία θέση στο Λούβρο, ή ακόμη καλύτερα στο Μουσείο Μόδας του Λούβρου. «Όταν είσαι καλλιτέχνης, παρουσιάζεις τη δουλειά σου σε μια γκαλερί. Όταν είσαι στη μόδα, έρχεσαι αντιμέτωπος καθημερινά με προϊόντα. Ακόμη και η haute couture είναι «art decoratif», εφαρμοσμένη τέχνη κι αυτό γιατί οι άνθρωποι αγοράζουν το προϊόν σου, το οποίο, πρέπει να είναι στα μέτρα τους, στις διαστάσεις που το θέλουν».
Ευκαιρία να τον ρωτήσω πως νιώθει για τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις της μόδας. «Αυτός είναι ο μεγαλύτερος μου φόβος. Ότι θα έρθει μια μέρα που όλα τα ρούχα θα μοιάζουν ίδια, θα είναι χωρίς ταυτότητα».
Κι όμως οι αντίπαλοι παραμονεύουν. Προκαλώ τον Jean-Marc Loubier σε ένα τεστ αλήθειας. «Κάθε έξι μήνες πρέπει να αφηγηθούμε μια ιστορία. Να εξελιχτούμε ακόμη περισσότερο. Αν σκεφτείς με ποιους έχουμε να αναμετρηθούμε, βλέπεις ότι πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας και πολλές φορές ακόμη κι αυτό δεν είναι αρκετό».
Με λίγη βοήθεια από τις διάσημες φίλες μας; «Αν είναι επειδή το θέλουν, αν είναι αληθινές και αφοσιωμένες πελάτισσες, τότε ναι» μου απαντά με ειλικρίνεια και λίγο ενοχλημένος όταν τον ρωτάω αν βοηθάει στις πωλήσεις και στο prestige του οίκου η λαμπερή «πελατεία» και ονόματα, όπως Κατρίν Ντενέβ, Κιάρα Μαστρογιάννι, Ρενέ Ρούσο, Σάρον Στόουν, Γκουίνεθ Πάλτροου, Αντζέλικα Χιούστον, Κρίστιν Σκοτ-Τόμας… «Η Ρενέ Ρούσο για παράδειγμα ήρθε και μας βρήκε χωρίς καν να το περιμένουμε. Δεν νιώσαμε ποτέ την ανάγκη να παραθέσουμε ονόματα για να πουλήσουμε την επωνυμία μας».
Και η επόμενη μέρα; «Πρέπει να λέμε διαρκώς ότι πάμε καλά αλλά ότι πρέπει να πάμε ακόμη καλύτερα. Να είμαστε ανήσυχοι. Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι ότι μπορεί να έρθει μια μέρα που δεν θα νιώθουμε περιέργεια για ό,τι κάνουμε».