Πώς συνοψίζεις μια δεκαετία σε μερικές παραγράφους; Aν ήταν ταινία, θα ήταν το La Strada του Φεντερίκο Φελίνι. Μουσική; Ροκ’εν’ρολ. Xρώμα; Mαύρο. Φαγητό; Κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο. Την Κυριακή. Φωτογραφία; Ένα πορτρέτο του Ίρβινγκ Πεν. Τέχνη; Πινελιές στον τοίχο του Τζάκσον Πόλοκ. Γυναίκα; Mέριλιν (Μονρόε). Εφτά χρόνια φαγούρα, δέκα χρόνια προσμονή. Kι αν ήταν άνδρας; Φράνκι (Φρανκ Σινάτρα) ή Έλβις (Πρίσλεϊ), με μαλλί κοκκοράκι, κοντό παντελόνι στους αστραγάλους και λευκές κάλτσες. Ρούχο; Το ασπρόμαυρο ταγέρ του Ντιόρ, λευκό σακάκι, μαύρη φούστα.
Tην ιστορία πολλοί εμίσησαν, τη νοσταλγία ουδείς. Όπως λένε και οι Γάλλοι, «Plus ca change, plus c’est la meme chose». Οι δεκαετίες απεικονίζονται μέσα μας. Χρώμα, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, αναμνήσεις, ενστάσεις, ματαιοδοξία. Κι εδώ; Στην Ελλάδα;
Η πρωτεύουσα ξυπνά, μεγαλώνει, γιγαντώνεται. Ο εμφύλιος την έχει σημαδέψει. Χωρίς επιστροφή. Η ευρύτερη περιοχή της περιλαμβάνει το μισό ελληνικό πληθυσμό και το σύνολο της κοινωνικής, οικονομικής, βιομηχανικής δραστηριότητας. Όλες οι μεταβολές της αστικοποίησης και της βιομηχανικής ανάπτυξης, μαζί με τη μετανάστευση, προκαλούν αντιδράσεις σε μια διχασμένη κοινωνία που επουλώνει πληγές και ενοχές δεκαετιών.
Το εθνικό νόμισμα υποτιμάται. Οι εισαγωγές αυξάνονται, η εμπορική κατανάλωση ενισχύεται, οι δημόσιες επενδύσεις επεκτείνονται… Γεωργία, κτηνοτροφία, επικοινωνία, κινηματογράφος, τουρισμός. Ταυτόχρονα, φουντώνει η ανοικοδόμηση, η γειτονιά καθετοποιείται, η φυματίωση, η ελονοσία, η λογοκρισία, η εσωτερική (και εξωτερική) μετανάστευση σε εξωπραγματικούς αριθμούς, η μοναξιά και η απομόνωση αποτυπώνονται στην καθημερινότητα, στην ποίηση, στη λογοτεχνία. Στην ιστορία μας.
Καραγάτσης και Μυριβήλης, Θεοτοκάς και Βενέζης, Ελύτης και Καζαντζάκης, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος, ή όταν η τέχνη μιμείται τη ζωή και η ζωή τον υπερρεαλισμό. Οι πολιτικοί και οι βασιλείς, εμφανίζονται στις φωτογραφίες με φράκα και ψηλά καπέλα και οι υπόλοιποι, σαν κομπάρσοι-μικροί ήρωες μέσα στα συντρίμμια. Αντιθέσεις, ασπρόμαυρα στιγμιότυπα, για μια χρωματιστή ελπίδα.
Έστω και μελοποιημένη. Μουσικοί, στιχουργοί, ερμηνευτές, τραγουδούν τη μετανάστευση, την αστυφιλία, τη φτώχεια, τη στιγμή. Καζαντζίδης, Χιώτης, Μπιθικώτσης, Τσιτσάνης. Και Χατζιδάκις, Μητρόπουλος, Κάλλας. Όταν η πραγματικότητα ανεβαίνει στη σκηνή, προκαλεί εύκολο γέλιο, με επιθεώρηση και σάτιρα. Ό,τι μας πονάει, μικραίνει όταν οι προβολείς είναι αναμμένοι και οι υποβολείς φροντίζουν να τονιστούν σωστά οι λέξεις. Ή αντίστοιχα, να αγνοηθούν.
Στο σινεμά, Κούνδουρος και Κακογιάννης, κωμωδία και μελόδραμα, αισιοδοξία και αναμονή. Το καλοκαίρι τα θερινά είναι η πιο ανέξοδη λύση: γιασεμί και χαλίκι, πασατέμπος και αγκαλιά. Σα να έχουν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού, στο χειροποίητο, επιτοίχιο ρολόι με τον ξύλινο κούκο, για να μην ξανασυμβεί ό,τι συνέβη στο παρελθόν, για την ελπίδα, την απόδραση, το τώρα.
Το παρόν ρίχνει κλεφτές ματιές στο μέλλον. Το πλαστικό εμφανίζεται παντού, το βινύλιο μπαίνει στο γραμμόφωνο. Για τους λίγους… Το τεφτέρι (κι ο βερεσές) είναι τρόπος ζωής. Στον τσαγκάρη, τον ράφτη, τον μπακάλη. «Μισή οκά ζάχαρη, μισή ρύζι, ψωμί και … γράφτα». Στις γειτονιές, τα «προνομιούχα» παιδιά διαβάζουν Μικρό Ήρωα. Άλλα, γίνονται λουστράκια στους δρόμους. Ή πλανόδιοι εφημεριδοπώλες.
Το 1956 οι γυναίκες φορούν τα καλά τους, κρύβονται στο παραβάν για να ψηφίσουν. Αποκτούν και δίπλωμα οδήγησης. Φορώντας γάντια. Οι εργαζόμενες, ελάχιστες, οι παντρεμένες με τονισμένα στη μέση φορέματα, κρεπαρισμένη κόμη και ντεπιές, μένουν στο σπίτι, με την ποδιά, κεριά στο τραπέζι, (καθώς δεν υπήρχε ρεύμα σε όλα τα σπίτια), περιμένοντας σύζυγο και τέκνα, παγιδευμένες στη συνέχεια της πατριαρχικής οικογένειας. «Παραφωνία» η αρχέγονη μητριαρχία μερικών περιοχών της Λακωνίας και της Κρήτης.
Οι αγρότες πουλούν υπάρχοντα, φεύγουν από τα χωριά τους για να μεταλλαχτούν σε σε θυρωρούς. Για μια καλύτερη ζωή. Το αθηναϊκό όνειρο… Και πολλοί, λένε αντίο σε συγγενείς και φίλους, χωρίς καν να γνωρίζουν καλά-καλά αγγλικά, γερμανικά, άλλη γλώσσα, για να διακτινιστούν σε μια χώρα ευκαιριών.
Τα τραμ φεύγουν, τα τρόλει και τα ΙΧ έρχονται. Ποδήλατα και μοτοσακό στους χωμάτινους δρόμους. Για μια στάση τη νύχτα, στα κοσμικά κέντρα, σε ρυθμό ταγκό, φοξ τροτ, βαλς, μάμπο, σάμπα, ροκ’εν’ρολ, τσα-τσα. Οι νέοι χορεύουν, δοκιμάζουν βήματα, αλλάζουν παρτενέρ με σύνεση, οι κυρίες με φουρό, στράπλες φουστάνια και σατέν γάντια, οι κύριοι κάτι ανάμεσα σε Μάρλον Μπράντο και Τζέιμς Ντιν, με φαβορίτες, τιράντες, σακάκι, ψηλόμεσα παντελόνια, κοστούμια «Μέγκλα» (made in England).
Κι αν ξεφυλλίζαμε τα fifties σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με άρωμα Ελλάδας σε ποιές σελίδες θα στεκόμασταν; Σεισμοί. Καταστροφές. Χιονοθύελλες. Πείνα. Γυμνά πόδια. Προσφυγιά. Προσφυγές. Καθημερινές αποτυχημένες προσπάθειες επούλωσης. Καταδίκη. Συλλήψεις. Καταστολή. Ανεργία. Επενδύσεις. Ανάπτυξη. Εργάτες ακροβάτες. Γαλατάδες μαραθωνοδρόμοι. Γαζώτριες σχεδιάστριες μόδας. Εθνικό πένθος. Εθνική κατάθλιψη. Εθνική ανάκαμψη. Εθνικά φίφτις; Mόνο με υπογραφή «Μέγκρις» (Made in Greece).