80. Μαγικός αριθμός. Στρογγυλός. Φωτογενής, όταν γράφεται. Κι όταν τον θυμάσαι έχει ηχητικά εφέ, μαζί με οπτικές αντανακλάσεις. Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες. 80 τραγούδια. 80 βιντεοκασέτες. 80 μικρές λευκές τελείες στο παμφάγο Pacman με το τεράστιο στόμα. Στην εποχή προ-emoticons, προ-selfies, προ-κινητών, στη δεκαετία των χρωμάτων με ρίγες, η ιστορία γράφεται με παγωτό μηχανής, τσιχλόφουσκες που χάνουν τη γεύση τους σε δευτερόλεπτα, αγώνες μπάσκετ και ποδοσφαίρου που εξελίσσονται σε τρόπαια εθνικής υπερηφάνειας.
Το 80 μυρίζει 4711 και Μυρτώ. Παίζει Ατάρι. Ακούει Ντουράν Ντουράν. Έχει διλήμματα: Σπέτσες ή Ύδρα; Μύκονο ή Μύκονο; Ρόλινγκ Στόουνς ή Μπιτλς; Παίζει φλιπεράκια. Ψηφίζει Αλλαγή. Τα βλέπει όλα πράσινα. Πηγαίνει στο Μινιόν. Οδηγεί Pony και ονειρεύεται ένα πιο ψηλό τζιπ, «όταν μεγαλώσει». Και ψηλώσει; Χορεύει ντίσκο. Παίζει γιο-γιο. Ράβει (ακόμη) ρούχα. Κεντάει. Συλλέγει τάπερ. Πίνει ουίσκι με κόλα. Ακούει ροκ. Χορεύει αεροβική. Φοράει παγέτες. Βλέπει Τόλμη και Γοητεία.
Μπρουκ ή Ριτζ; Η δεκαετία της περμανάντ, της ξανθής ανταύγειας, του φιόγκου. Της υπερβολής. της ευφορίας, του ενθουσιασμού. Με απρόβλεπτες συνέπειες πίσω από το γκλίτερ. Μεταμοντέρνοι αρχιτέκτονες, συνθέτες, σκηνοθέτες, συγγραφείς, καλλιτέχνες, πρωταγωνιστές στο ίδιο έργο. Με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια…
Στη δεκαετία του 80 όλα είναι ομιχλώδη. Καπνισμένα. Υπερμεγέθη. Φουσκωμένα. Γυαλιστερά. Σούπερ κιτς. Λάιτ. Ανάλαφρα. Παράφωνα. Την ίδια στιγμή μαζικά. Απλά. Λαϊκά. Ευκολοχώνευτα. Μεταβατικά. Λαρζ, όπως large, με το ζ να προφέρεται βασανιστικά αργά. Μια δεκαετία με γενναιοδωρία. Και ανοιχτή καρδιά, ανοιχτό πορτοφόλι, μουσική στη διαπασών.
Η κοκαϊνη γίνεται η ασημόσκονη των πάρτι. Το Aids χορεύει τη νύχτα. Και τη μέρα. Εξαρτήσεις, εμμονές, ακραίες απολαύσεις, με τίμημα. Νέοι άνθρωποι φεύγουν και οι παρέες μικραίνουν. Η ατμόσφαιρα αποτυπώνεται σε δημοφιλή φιλμ της εποχής: O Σημαδεμένος (1983), Bright Lights, Big City (1984), Less than Zero (1985) και σειρές (Miami Vice, 1984). Ακολουθεί η αποθέωση της βίντεο κασέτας. Και του βίντεο-κλιπ.
Η γλώσσα του κινηματογράφου γίνεται άμεση, γρήγορη, γυμνή. Και το ραδιόφωνο, επιθετικό, η στρίγγλα που έγινε αρνάκι. Από την ανάποδη. Η νύχτα γίνεται μέρα. Πάρτι αφήνουν εποχή. Παραφωνίες. Ευτράπελα. Λιποθυμίες.
Κι όταν μένουμε σπίτι; Στο ζάπινγκ των eighties πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η ασημένια κεραία. Ποιος σκότωσε τον Τζέι Αρ; Πότε θα μαλλιοτραβηχτεί η Αλέξις Ντέξτερ-Κόλμπι-Κάρινγκτον με την καλοσυνάτη Κριστλ Κάρινγκτον με την χρυσή αφέλεια; Πότε επιτέλους θα φτάσει ο Εξωγήινος σπίτι του; ΕΤ phone home… Για να συναντήσει την Κάντι-Κάντι, τον Άνθρωπο από την Χαμένη Ατλαντίδα, την Βιονική Γυναίκα, μια κρουαζιέρα έστω με το Πλοίο της Αγάπης....
Η πιο παρεξηγημένη δεκαετία είναι χρυσή, λαμπερή, κιτς, με περισσότερη λακ από ποτέ, βάτες, ντίσκο ρυθμό, μπάγκι ατασθαλίες, κακόγουστα τζιν, μαλλιά κοκκοράκι, κιτς περιτύλιγμα. Και η ουσία;
Να παίζει το τρανζίστορ. Χωρίς μετρό (ακόμη), με νέφος σαν μαύρα σύννεφα στην Ελλάδα που γνωρίζει τις σαπουνόπερες με πάθος, αναπαράγει πρότυπα και συνήθειες σε συνέχειες, αγαπά οτιδήποτε είναι εισαγόμενο, δεν ντρέπεται γι’αυτό, αντίθετα το αποθεώνει. Και το υιοθετεί με κάθε επισημότητα.
Ξενομανία; Μι Τάρζαν, γιου Τζέιν. Τσίχλες κολλημένες στα σχολικά θρανία. Στα δέντρα. Στα κακόγουστα δερμάτινα παπούτσια, unisex, για αγόρια και κορίτσια, πάντα με κορδόνια, συχνά με κέρμα-διακόσμηση. Δραχμή ακόμη, ταπεινή, μάλλον όχι όσο γυαλιστερή θα θέλαμε. Το Φάντασμα του Μέλλοντος με την Οικονομική Καταστροφή Μέρος Πρώτο είναι μπροστά.
Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια ή κάπως έτσι. Πολιτική με ντουντούκα. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού δεν μας χωράει πλέον. Ο Δρομέας (ακόμη) στην Ομόνοια. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Κολωνάκι. Και στα προάστια. Στα σομόν τερατουργήματα στην Εκάλη. Με την Βίρνα Δράκου, σαν την απόλυτη πρωταγωνίστρια-πρότυπο.
«Εϊτίλα». Αυτοκίνηση. Εννέα Μούσες. Bora-Bora. Amnesia. Κλαμπ με φωτορυθμικά και αυστηρή πόρτα. Ελληνική μόδα με δική της βιτρίνα. Σχεδιαστές που ακούγονται και φοριούνται κιόλας. Αν αγαπάς το χρώμα, φοράς Τσεκλένη, αν ανακαλύπτεις τώρα το μαύρο, Παρθένη.
Πρώτα εμπορικά κέντρα. Κακόγουστα ηλεκτρονικά ρολόγια με κουμπάκια και ασορτί ήχους. Συλλογές με αυτοκόλλητα. Ανταλλαγές στην πυλωτή. Οι πρώτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, πιάνουν το μισό γραφείο, έχουν μικρή οθόνη, αντικαθιστούν την γραφομηχανή. Και το Ίντερνετ; Θεωρείται η εφεύρεση του 1989 και βαφτίζεται World Wide Web.
Και ο κόσμος; Παίζει Τέτρις. Αρνείται να μεγαλώσει. Φοράει τζιν με λευκές μπλούζες με φρούτο στην ετικέτα και πάνινα αθλητικά. Ξεχειλωμένα πουλόβερ σε φωσφοριζέ αποχρώσεις με ανοιχτή λαιμόκοψη, πουκάμισο από μέσα και δυο μύτες να ξεπροβάλουν στο τελείωμα. Τρώει παγωτό μηχανής στην Κηφισιά, παγωτό που βυθίζεται σε μαγική σοκολάτα και παγώνει σε δευτερόλεπτα. Τρώει μπιφτέκια με σος ροκφόρ και σαλάτα του Σεφ με έξτρα σος. Η εποχή της ασταμακαρονάδας θα αργήσει να φανεί. Ευτυχώς.
Τρώμε και ποπκόρν. Για πρώτη φορά δεν υπάρχουν ταινίες για παιδιά, εφήβους, μεγάλους. Πόλεμος των Άστρων σε συνέχειες, Ιντιάνα Τζόουνς, Μπάτμαν… Ταινίες επιστημονικής φαντασίας, περιπέτειες, κινηματογραφικές αίθουσες που κόβουν εισιτήρια για όρθιους. Ο Μάικλ Τζάκσον χορεύει Moonwalk σαν Πίτερ Παν στην Χώρα του Ποτέ. Κι ο Τομ Χανκς εύχεται στο Big να ξαναγίνει μαθητής στο σχολείο. Τυχαίο;
Γιατί να θέλεις να μεγαλώσεις; Στα eighties; Όλα λαμπυρίζουν. Η χώρα ξενυχτάει, ξενοκοιμάται, τραγουδάει Wham. Μουσικόραμα. Μανίνα, Κατερίνα, Πάττυ, Τιραμόλα. Περιοδικά που στοιχίζουν 80 δραχμές και είναι σαν επιχρωματισμένα. Οι τιράντες θεωρούνται ντεμοντέ. Οι γυναίκες φοράνε κοστούμια. Ή ταγέρ. Εννοείται με διπλές βάτες. Σακάκια σε ανδρική γραμμή, παστέλ αποχρώσεις. Το μαύρο παύει να αποτελεί συνώνυμο του πένθους, απενεχοποιείται, στα διαλείμματα παίζουν το μπλε ιλεκτρίκ και τα πελώρια πλαστικά σκουλαρίκια σε όλα τα χρώματα με κλιπ.
Τα μαλλιά φουσκώνουν κι άλλο. Αυτό που έγινε το 80 δεν έμεινε στο 80. Η εμμονή με τα χρήματα, να ζούμε για το τώρα χωρίς καμία σκέψη για το μετά, να ξοδεύουμε αντί να αποταμιεύουμε, να παχαίνουμε, να αγοράζουμε ξένα περιοδικά για να μοιάσουμε στην Κρίστι Μπρίνκλεϊ… Cause we are living in the Material World, τραγουδά η Μαντόνα, και είναι προφητική.
Μια Ελλάδα σαν τον κύβο του Ρούμπικ. Χρωματιστή, άναρχη, μπερδεμένη. Θέλει να διατηρήσει την μπλε και την λευκή όψη, να ξεχάσει την ασπρόμαυρη, να παίξει με νέες αποχρώσεις, πράσινες, κόκκινες, κίτρινες αλλά δεν ξέρει (ακόμη) ότι όταν μπερδευτούν όλα τα χρώματα μαζί, θαμπώνουν.