Αγαπημένε μου Γιάννη. Μου τηλεφώνησες πριν από λίγες ημέρες. Διάβασες κάτι που με αφορούσε και ήθελες να με συμβουλέψεις, όπως έκανες πάντοτε. Η φωνή σου, δυναμική, αλέγκρα,. Ως συνήθως. Κι εγώ δεν πρόλαβα να σου πω τίποτα. Σε ευχαρίστησα για το τηλεφώνημα, για τις πατρικές συμβουλές, σε διαβεβαίωσα ότι θα κάνω αυτό που μου λες…
Ήθελα τόσα ακόμη να σου πω. Να σε ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη. Τις συναντήσεις, τις κουβέντες, τις ιστορίες μέσα στις ιστορίες. Την αλήθεια. Την γνωριμία μας τη δεκαετία του 90. Το πρώτο χειρόγραφο σημείωμα. Τα μπλε τριαντάφυλλα στο νοσοκομείο, μετά το ατύχημα που είχα, Δεκαπενταύγουστο, ερχόμενη για μία ακόμη συνέντευξη μας, στην οδό Κολωνού. Το ωραιότερο σπαγκέτι πέστο, με βασιλικό από τη γλάστρα, στην Οία, στη Σαντορίνη. Την εξομολογητική συζήτηση με κοινό στο Ναύπλιο. Τις κουβέντες μας, on and off camera, on and off the record. Το scrapbook. Τις περίεργες συμπτώσεις. Όπως τα «κοινά» μας γενέθλια: τα «αληθινά» δικά μου, και την ημερομηνία που εσύ «ξαναγεννήθηκες». Στην Αμερική.
Τώρα που λείπεις σου υπόσχομαι πως θα διορθώνω όποιον τολμήσει να σε πει «μόδιστρο», να μιλήσει απαξιωτικά για την ελληνική μόδα, και τις «τουαλέτες», θα πάρω ένα σπρέι να σβήσω όλα τα γκράφιτι από το Μεταξουργείο, θα φοράω τα ρούχα σου στον ήλιο., θα φυτέψω τον δικό μου βασιλικό στη γλάστρα, θα φωνάζω ας όσους αδειάζουν τα τασάκια του αυτοκινήτου από το παράθυρο, θα πολιορκώ τους σανσέτηδες στη Σαντορίνη, θα υπενθυμίζω με κάθε ευκαιρία στους νεότερους ποιος ήσουνα, ο Γιάννης Τσεκλένης, που ομόρφαινε την κάθε μας ημέρα, με τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ στους δρόμους, τις στολές των αστυνομικών, τα μεταξωτά φουλάρια-έργα τέχνης, τα τόσο αναγνωρίσιμα και γενναιόδωρα εμπριμέ σου, ένα τηλεφώνημα. Γιάννη, δεν σε αποχαιρετώ. Είσαι εδώ. Με τους Gaugin σου, τον Γαϊτη σου, τον Ελ Γκρέκο σου. Ξέρεις πόσο σε αγαπάμε όλοι. Και πως δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Μου είχες πει σε μια συνέντευξη, με αφορμή την απώλεια της Σοφίας Κοκοσαλάκη, ότι «η Ελλάδα ξεχνάει». Τον Γιάννη «μας», ποτέ.