Η Αθήνα το Πάσχα είναι μελαγχολική.
Έρημη και μουντή.
Όσο ηλιόλουστη ή βροχερή κι αν είναι.
Όλα είναι κλειστά, αν δεν έχεις κάπου να πας να φας, ή δεν ξέρεις να μαγειρεύεις, ή δεν θέλεις να μαγειρέψεις, δεν μπορείς ούτε καν να παραγγείλεις.
Θέλεις αν πας σινεμά, και δεν μπορείς.
Να φτιάξεις καλοκαιρινό σκηνικό, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εφικτό.
Να δεις φίλους, αλλά οι περισσότεροι έχουν φύγει.
Να πας στον Επιτάφιο, αλλά σπάνια συντονίζεσαι. Κόρνες, φώτα, φωνές.
Να πας στην Ανάσταση, αλλά όσο κι αν θέλεις να είσαι στο πνεύμα, βρίσκεσαι τελικά να φιλάς και να αγκαλιάζεις γνωστούς και φίλους, που μπορεί και να μην ήταν η πρώτη σου επιλογή.
Δεν ξέρω γιατί αλλά από παιδί το Πάσχα ήταν η εξοχή. Προοίμιο καλοκαιριού. Οι ωραιότερες μου αναμνήσεις πάντα ήταν με την οικογένεια μου εκτός Αθηνών. Ταξίδια με το αυτοκίνητο, με το αεροπλάνο, με το πλοίο, πάντα με παρέα, πάντα οικογενειακά... Στη Θεσσαλονίκη, μετά από 40 ημέρες νηστεία, (από τις λίγες φορές που τα κατάφερα), με την γιαγιά Δήμητρα (και σήμερα 101 χρονών) να μας ετοιμάζει τους ωραιότερους τζιγεροσαρμάδες της ζωής μου.
Και οι χειρότερες; Στη Μύκονο. Χρόνια πριν, ταλαιπωρία, για ένα πιάτο αρνί που πληρώθηκε χρυσάφι. Με σαλάτα μαρούλι και μαγειρίτσα που έλουσε ο σερβιτόρος, ύστερα από αναμονή 50 λεπτών, σε κυρία με λευκό κοστούμι.
Το απόλυτο Πάσχα; Στην Πάρο σε ένα σπίτι που δεν βγήκαμε (σχεδόν) ποτέ και ζήσαμε όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις μεταξύ μας. Στο Μοναστήρι χωρίς βεγγαλικά στην Ύδρα. Και στις Σπέτσες. Ηρεμία. Μπάνιο το πρωί στη θάλασσα. Και το βράδυ ρομαντικός περίπατος ακολουθώντας στο βουνό τις φωνές των μοναχών.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι (και) η Αθήνα είναι υπέροχη το Πάσχα. Φωτεινή, ρομαντική, διαφορετική. Για λίγους. Ρετρό, χρωματιστή, μελωδική. Τουρίστες στην πόλη μας. Με λαμπάδες και φαναράκια. Άλλος για Πλάκα;