Μου ζητήθηκε να παρουσιάσω πριν από λίγες ημέρες τη Λουκία σε μια τιμητική εκδήλωση στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. Η Κάτια Δανδουλάκη μίλησε σαν φίλη της σχεδιάστριας κι εγώ, σαν ...Sandy Times. Αυτό είναι το κείμενο που έγραψα και διάβασα:
Δεν θυμάμαι την πρώτη φορά που βρέθηκα καλεσμένη σε επίδειξη μόδας της Λουκίας. Κρατάω συναισθήματα, πιο εύκολα από ημερομηνίες... Θυμάμαι μία παράσταση τέχνης, σε ένα μαύρο κουτί, με φως, μια περφόρμανς, με κοστούμια σε κίνηση, μυσταγωγία, ένα ατμοσφαιρικό νουάρ έργο σε εξέλιξη, με ασπρόμαυρο τζαζ σάουντρακ, μοντέρνο περιτύλιγμα και περιεχόμενο.
Ακολούθησαν πολλές συλλογές, δεν τις μετράω, γιατί νομίζω ότι οι αριθμοί δεν έχουν καμία σχέση με τη μόδα της Λουκίας. Η Λουκία δεν φτιάχνει αμπαλάζ, αλλά ουσία. Μας ντύνει, μας φροντίζει, μας απελευθερώνει, μας δυναμώνει, μας απενεχοποιεί, φτιάχνει ρούχα για γυναίκες χωρίς ηλικία και εμμονές.
Η Λουκία ρισκάρει. Χρόνια τώρα. Μαύρο ή λευκό, δεν έχει σημασία. Γκρι μήπως; Μπλε έστω; Στην πρώτη μας τηλεοπτική συνάντηση, το 1998, η Λουκία δεν φορούσε μαύρα, αλλά μπλε. Είχε ανάψει το τζάκι, και μας είχε ανοίξει το σπίτι της, αν και ξέρω πόσο δύσκολα μιλάει στις τηλεοπτικές κάμερες. Για να βρεθούμε τελικά να μιλάμε ακόμη και στην τραπεζαρία, για τη συλλογή της με ποτήρια, πολύ απλά επειδή της αρέσει η πολυχρωμία, να ανακατεύει τα πράγματα μεταξύ τους…
Στη μόδα, και στη ζωή. Για να φτάσουμε και στη ντουλάπα της, στην κρεβατοκάμαρα της και να πει πως σκεφτόταν να φτιάξει μια ρετροσπεκτίβα με ρούχα που αγάπησε πολύ, αν και η ίδια δεν έχει ρούχα φορτωμένα με αναμνήσεις, γιατί συνήθως τα χαρίζει στις φίλες της.
Είχε προηγηθεί μια κινηματογραφική, έντονα θεατρική κολεξιόν στο Χίλτον, με χειροκρότημα, αγωνία, ανκόρ. Δαντέλα σε κίνηση, κεντημένα μπουστάκια, γκρι φανέλα. «Ο κόσμος με έχει συνηθίσει να σχεδιάζω πολύτιμα υφάσματα», είχε πει τότε. «Έφτιαξα ρούχα από φθηνά υφάσματα σε πιο σοφιστικέ σχέδια. Ήρθε τότε ο Βασίλης Ζούλιας και μου είπε: «Τα θέλω για φωτογράφηση»». H ανασφάλεια είναι πολύ κακός σύμβουλος. Κι έτσι κάπως ξεκίνησε η ιστορία μου με τις φανέλες».
Sophisticated Lady, ο τίτλος της συλλογής τότε. Τα μοντέλα της εποχής, εμφανίστηκαν με Λουκία και …μπαλαρίνες. «Δεν είναι ωραίο», είχε πει τότε, «να φοράς πολυτελή ρούχα και να κινείσαι σα να θες να τρέξεις στην εξοχή;»
Αίσθηση ελευθερίας λοιπόν. Ευαισθησία στη ματιά κυρίως. Χωρίς κανόνες. «Δεν θέλω κανόνες. Θέλω να φτιάξω μια κολεξιόν με χάρτινα ρούχα, ρούχα μιας χρήσης.» Γιατί η Λουκία εμπνέεται από το δρόμο, τη στιγμή, το τώρα… «Κάνω την εικόνα, βλέποντας εικόνες. Τις βλέπω στο δρόμο, στα όνειρα μου, λίγο προτού κοιμηθώ. Έχω πάντα τις πιο καλές ιδέες τότε. Τις ιδέες μου τις παίρνω από τον δρόμο, τα νέα παιδιά, τα μπαρ, τα θέατρα…»
Η Λουκία είναι δημιουργός, θαυματοποιός, σκηνοθέτης, ψυχολόγος, θεραπεύει πληγές. Τις δικές μας πληγές. Τις επουλώνει. Φοράς το ρούχο της και νιώθεις έτοιμη να αντιμετωπίσεις τα πάντα. Είναι η στιγμή που θα μιλήσει για την έλλειψη τρυφερότητας, που συναντάμε στη μόδα, στη ζωή, στη μουσική. «Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω χωρίς τρυφερότητα τίποτα στη ζωή μου. Προσπαθώ να βλέπω τα πάντα με τρυφερότητα».
Η Λουκία είναι και τρυφερή, φτιάχνει τρυφερά φορέματα με δυναμισμό, αφηγείται τρυφερές ιστορίες. Αγαπημένη εποχή; Αυτή του Francis Scott Fitzgerald. Για τον δυναμισμό, τη θηλυκότητα, το στιλ, το θράσος, το χιούμορ, όπως θα πει…
Και η ίδια; Τι επιλέγει από τη μόδα; «Εγώ δεν ντύνομαι όπως σχεδιάζω. Ντύνομαι με ό,τι βρω μπροστά μου». Αν έχει αλλάξει η ίδια; «Ευτυχώς που αλλάζουμε οι άνθρωποι. Εκείνο που δεν αλλάζω ποτέ είναι οι φίλοι μου, οι φίλες μου… Εκεί έχω κάνει τη μεγαλύτερη επένδυση της ζωής μου. Και εκεί δεν χρειάζεται αλλαγές.»
Η Λουκία σκηνοθετεί και αφηγείται χρυσές, γκρι, ασπρόμαυρες, ανάγλυφες ιστορίες, διαβάζει βιβλία, και τα ξαναδιαβάζει, βλέπει ταινίες, ζει στην πόλη, στην Αθήνα… Και στην Εύβοια. Συναντηθήκαμε πριν από λίγες ημέρες, στο ατελιέ της αυτή τη φορά, για να μιλήσουμε για Ιστορίες Μόδας, ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της ελληνικής μόδας που θα προβληθεί στην ΕΡΤ: Μελίνα, Γλυκό Πουλί της Νιότης, η αγάπη της για τον χειμώνα και τα παλτό, το μίνιμαλ και το μπαρόκ, η ομοιομορφία και ο μιμητισμός του σήμερα, τα «εγκλήματα» στο θέατρο και στη μόδα, οι ήρωες, δηλαδή, τα παιδιά που συντηρούν σήμερα ατελιέ στην Ελλάδα…
Η Λουκία είναι μια σύγχρονη ηρωίδα, ανήσυχη, αέρινη, ολόκληρη η ιστορία της ελληνικής μόδας, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Δυναμική, εύθραυστη και πολύχρωμη σαν τη συλλογή ποτηριών της, με πλισαρίσματα, διαφάνειες, μαύρα πέπλα, κορδέλες, ρούχα οριγκάμι, νυφικά και σακάκια φτιαγμένα σαν από χαρτί, υφασμάτινα μωσαϊκά, ζωντανά, oργανικά patchworks, φορέματα, πανωφόρια, που θα μπορούσαν να φορεθούν μέσα έξω.
Κι αν μιλούσαν τα ρούχα της; Θα μιλούσε πρώτο το μικρό μαύρο φόρεμα της Λουκίας. Σαν αυτό που φοράω σήμερα. Δεν φωνάζει Λουκία. Ψιθυρίζει Λουκία. Και μας αρέσει τόσο πολύ όταν η μόδα ψιθυρίζει, δεν διεκδικεί likes, φοράει Λουκία με μπαλαρίνες, Λουκία με ψηλοτάκουνα μποτάκια, Λουκία στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα. Με αυτό ακριβώς το φόρεμα θα ήθελα να πάω στις μητροπόλεις μόδας και όταν με ρωτήσουν τι φοράω… Να πω Λουκία… Ολόκληρη η ιστορία της ελληνικής μόδας σε ένα φόρεμα. Μαύρο, φουτουριστικό, απλό, εκλεπτυσμένο, μυστηριώδες, με πτυχώσεις του σήμερα. Τίποτα που προκαλεί. Έτσι για αλλαγή. Ποίηση που φοριέται. Και τρέχει. Στην πόλη ή στην εξοχή; Χειμώνα ή καλοκαίρι; Οπουδήποτε, αρκεί να μπορούμε να δούμε τα ίδια όνειρα.