Στα πρώτα χρόνια του αιώνα, η μικρή Αθήνα ονειρευόταν το μέλλον της. Η αύρα της έχει αφήσει τα χνάρια της σε μπαούλα, σε κοριτσίστικα λευκώματα και κιτρινισμένα σημειωματάρια. Μια γκαρνταρόμπα από τις ημέρες που φυλλορρόησαν και «παρήλθον», μια ιστορία με ράφτρες, κοπελούδες, κρυφές ματιές, ανομολόγητους έρωτες, κοινωνική ετικέτα. Μα, πίσω απ’ όλα αυτά, η ρομαντική Αθήνα μετρούσε μέρα τη μέρα τη ζωή της.
Με τα πρώτα αυτοκίνητα, τα ιππήλατα τραμ, τις λατέρνες. Είναι η εποχή που τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο με τα πόδια, η δεκαετία των «πρώτων» Αθηναίων καλλονών, που ανασήκωναν τον ποδόγυρο για να αποφύγουν τη λάσπη και σκίαζαν το πρόσωπο για να το διατηρήσουν λευκό...
Στις μέρες του Γεωργίου του Α΄, η Αθήνα, δίχως να το ξέρει, ζει το τελευταίο γαλήνιο κεφάλαιο της ιστορίας της πριν από τους πολέμους. Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι πόλη «επαρχιακή», οι πάντες γνωρίζουν τους πάντες, καπέλα ανασηκώνονται σε αλλεπάλληλες χαιρετούρες, οι πλανόδιοι διαλαλούν την πραμάτεια τους. Είναι μια χαριτωμένη πολιτεία, με λίγες υποδομές, μεγάλες φιλοδοξίες, μια φραγκολεβαντίνο αστή και μια ανατολίτισσα ευρωπαία. Ήδη από το 1900, οι πιο εύποροι Αθηναίοι κυκλοφορούσαν με τα πρώτα αυτοκίνητα που φόβιζαν τα άλογα και τους διαβάτες, αλλά προξενούσαν βλέμματα ζήλιας και θαυμασμού.
Το 1902 ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος γίνεται ηλεκτροκίνητος. Το 1907 ηλεκτροφωτίζονται οι πλατείες Ομόνοιας και Συντάγματος και κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας. Ένα χρόνο αργότερα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ηλεκτρικά τραμ. Τότε λειτουργεί και το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο της Αθήνας με 200 όλους κι όλους συνδρομητές.
Οι... νεωτερισμοί που εισβάλλουν από την Ευρώπη, σκανδαλίζουν. Παρ’ όλα αυτά οι κομψευόμενες Αθηναίες επιδεικνύουν τις καπελίνες και τα παρασόλια τους, τα μακριά φορέματα και τη σφιχτή μέση-δαχτυλίδι, στου «Γιαννάκη» και στο «Ντορέ». Οι συνοδοί τους, οι Αθηναίοι δανδήδες, όταν δεν ήταν ένστολοι, φορούσαν εξίσου... άβολα ρούχα: ριγωτό παντελόνι, καλτσοδέτες, ψηλό κολάρο, γιλέκο με χρυσή αλυσίδα, μπρελόκ με φωτογραφία, γκέτες, ημίψηλο καπέλο, μπαστούνι. Και οβάλ γυαλιά «pince-nez».
Η μόδα ήταν προνόμιο των λίγων ευκατάστατων αστών. Οι περισσότεροι βολεύονταν όπως-όπως. Μεταποιήσεις, αποφόρια, δανεικά, ενοικιαζόμενα κοστούμια. Τα φιγουρίνια από το Παρίσι τα κορνίζωναν στα ραφεία, αλλά ποιος είχε μυαλό και χρήματα για τέτοια; Η Ελλάδα, απομονωμένη από την Ευρώπη, ζούσε περισσότερο με το όνειρο της Δύσης παρά με τα αξεσουάρ της.
Εκείνα τα χρόνια, η γυναίκα στην Ευρώπη άρχιζε να ψελλίζει τα πρώτα αποχαιρετιστήρια λόγια στον στενό δυνάστη της, τον κορσέ! Στην Ελλάδα φθάνει μόνο ο απόηχος, μακρινός και αυτός. Λίγες Αθηναίες ταξίδευαν τότε στη Δυτική Ευρώπη. Η επαφή με το εξωτερικό διατηρείτο συχνά μέσα από συγγενείς στην Πόλη ή την Αλεξάνδρεια.
Στη Δύση το 1900 σημειώνεται η έκρηξη της υψηλής ραπτικής η οποία στην Ελλάδα δεν έγινε και τόσο αισθητή. Ο Πολ Πουαρέ ήταν ο σχεδιαστής που απελευθέρωσε το γυναικείο σώμα.
Η μικρή, συντηρητική Αθήνα ψυχανεμιζόταν τις αλλαγές, αλλά δίσταζε να τις υιοθετήσει. Στις πρώτες αμήχανες διαφημίσεις της εποχής, διαβάζουμε, ωστόσο. για τα «ωραιώτερα παριζιάνικα μοδέλλα» στον οίκο Κοντούζογλου στην Κλειτίου 6, και τα πιο σικ καπέλα: «μία επίσκεψις θα σας καταπλήξη».
Μεγάλα καπέλα άρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους της Αθήνας και ονομαστή έχει μείνει η promenade στη λεωφόρο Αμαλίας, κάτω από την αλέα με τις αγριοπιπεριές. Χρειαζόταν, όμως, προσοχή. Ήταν μεγάλη προσβολή να πουν μια κοπέλα «φτιασιδωμένη». Οι Ελληνίδες έψαχναν τρόπο για να κοκκινίσουν τα μάγουλά τους, να προμηθευτούν πούδρα από ρυζάλευρο...
Οι καλλονές της εποχής έχουν διασωθεί σε οικογενειακά λευκώματα από χοντρό χαρτόνι και αποξηραμένα άνθη απ' τις αυλές της Αθήνας. Κοιτάζουν το φακό με συστολή και φιλαρέσκεια μαζί, σαν να προκαλούν το χρόνο να τρέξει πιο γρήγορα αλλά να τις αφήσει ανέγγιχτες. Έμεινε μονάχα μια γλυκιά μελαγχολία. Να πέρασαν άραγε καλά;