Smoothie με μπανάνα, βρώμη και μύρτιλλο ή μανιταρόσουπα με κρέμα καρύδας και πιπεριά τσίλι; Ρεβυθάδα με ψητά λαχανικά και φρέσκα βότανα ή ριζότο με ψητά μανιτάρια, βότανα και λάδι τρούφας; Έχει πλάκα να προσπαθείς να μαντέψεις τις γεύσεις.. Δεν είμαι vegan, έχω μαμά χορτοφάγο, δεν μαγειρεύω, λατρεύω το φαγητό. Αυτά για μένα. Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, μέσα στην άνοιξη της καραντίνας, εμφανίστηκε στη ζωή μου, για πέντε ημέρες, το Plant Kingdom. Παιδικές αναμνήσεις, μαζί και γεύσεις, σε μια χάρτινη σακούλα, απλή και απέριττη, χωρίς κορδέλες και fancy ονομασίες, ένα super lunch με καθαρές γεύσεις, και εξαιρετικές πρώτες ύλες, ολόκληρη η φύση, το βασίλειο της φύσης, σε μαγικά κουτιά. Η αδερφή μου πάντως που μαγειρεύει συγκλονιστικά, μου εξηγούσε πόσο δύσκολο είναι να μαγειρεύεις vegan… Γιατί θα πρότεινα στις φίλες και τους φίλους μου να δοκιμάσουν το μενού από το Τhe Plant Kingdom και να παρασυρθούν σε μια νέα γευστική περιπέτεια; Νέα; Όχι βέβαια. Οικεία, σαν το σπανάκι του Ποπάι. Πίνεις το smoothie, τρως τη σαλάτα σου με το ξεχωριστό dressing ή το vegan παστίτσιο και νιώθεις ότι μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο. Υπερβολές; Υπερτροφές, ναι. Η δική μου μαρτυρία σε εικόνες. Αν σκεφτεί κανείς πόσο λαίμαργη είμαι, είναι άθλος που πρόλαβα να βγάλω φωτογραφίες πριν από κάθε «βασιλικό» γεύμα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ... ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ KLIK.GR
Σε αυτή τη στήλη - #Μένουμε_σπίτι, η ευρηματική δημοσιογράφος, μιλά για τη νέα πραγματικότητα που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες εξαιτίας του κορωνοϊού…Συνέντευξη στο KLIK Magazine και το klik.gr. Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Καθώς η κύρια έννοια μας αυτήν την εποχή είναι ο κορωνοιός, βρήκαμε ενδιαφέρον να ζητήσουμε από διάφορα πρόσωπα που έχουμε φιλοξενήσει στο παρελθόν στο klik, να μας μιλήσουν για τη νέα πραγματικότητα… Σε αυτή τη νέα στήλη - #Μένουμε_σπίτι φιλοξενείται η κα Σάντυ Τσαντάκη, η οποία με κάθε κείμενό της, βρίσκει τον μαγικό τρόπο να μας φτιάχνει τη διάθεση και να βλέπουμε τη ζωή με μια διαφορετική ματιά... Και... ειδικά στην δύσκολη περίοδο που διανύουμε, αυτό το έχουμε ανάγκη...
Πώς έχει αλλάξει η ζωή σας αυτές τις μέρες της καραντίνας και του κορωνοϊού;
Γεννήθηκα την 1η Μαρτίου και οι γονείς μου είχαν πει όταν ήμουνα μικρή ότι κάθε χρόνο έφερνα την άνοιξη. Δεν θα φανταζόμουνα ποτέ ότι η άνοιξη του 2020 θα μας έβρισκε όλους μέσα στο σπίτι, ανήσυχους, ευάλωτους, φοβισμένους, στοχαστικούς, αγχωμένους για το τώρα και την επόμενη μέρα. Είναι πολυτέλεια να γκρινιάζεις επειδή είσαι στο σπίτι. Πρόκειται για μια άσκηση πειθαρχίας, κοινή για όλους. Η ζωή μου έχει αλλάξει, έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Μαθαίνω να μαγειρεύω, να χορεύω TikTok, να συνδέομαι με φίλες στο Houseparty, να περνούν οι μέρες σαν εβδομάδες. Από ρομπότ και σβούρα εκτός σπιτιού, έμαθα να σπάω την ρουτίνα εντός, να ανακαλύπτω τρόπους για να γεμίζω τη μέρα μου στο σπίτι, να φροντίζω από απόσταση όσους αγαπώ, να προσπαθώ να ενισχύω ψυχολογικά όσους ανησυχούσαν πάντα. Και προ-κορωνοϊού. H ζωή μου άλλαξε, όπως όλων μας, και θα αλλάξει πολύ περισσότερο όταν σταδιακά αρχίσουμε να κυκλοφορούμε ξανά στην νέα μας καθημερινότητα. Θα αγκαλιαζόμαστε; Θα φιλιόμαστε σταυρωτά; Θα πηγαίνουμε σε συναυλίες; Θα μπαίνουμε στο αεροπλάνο; Θα αποκτήσουμε νέες φοβίες; Mέχρι να βρεθεί εμβόλιο, και φάρμακο, θα συλλέγουμε πληροφορίες και θα τις φιλτράρουμε. Μάθημα; Tιμωρία; Σημάδι; H ιστορία επαναλαμβάνεται. Το σίγουρο είναι ότι θα βγούμε, όσοι αντέξουμε, πιο σοφοί, δυνατοί και ευαίσθητοι μαζί.
Τι είναι αυτό που σας έχει λείψει περισσότερο από την προηγούμενη ζωή σας;
Αυτό που μου έχει λείψει περισσότερο από την ζωή μου πριν είναι τα αυτονόητα: οι γονείς μου, η αδερφή μου, η οικογένεια μου, οι φίλες μου, οι φίλοι μου, η δουλειά μου, τα καινούργια μου πρότζεκτ, η ρουτίνα μου, το σχόλασμα και το καθημερινό ραντεβού με τις κόρες μου στην πλατεία, η ανάγνωση του βιβλίου που έχω πάντα στο αυτοκίνητο στο παγκάκι στα δέντρα, τα πρωινά στις 8 με τις κολλητές μου, οι βόλτες στη λίμνη (της Βουλιαγμένης), στη θάλασσα, χωρίς προορισμό, με το αυτοκίνητο και τη μουσική δυνατά, οι ατέλειωτες συσκέψεις για περιοδικά, εκπομπές, μελλοντικά σχέδια, οι μίνι αποδράσεις, τα μάξι ταξίδια, αγαπημένα εστιατόρια, καφέ, άνθρωποι… Δεν φεύγουν, εκεί είναι. Εύχομαι.
Τι προτροπή θα θέλατε να κάνετε στο κοινό για τις μέρες που θα ακολουθήσουν;
Να είμαστε πειθαρχημένοι, να βάζουμε προσωπικά στοιχήματα με τον εαυτό μας, και μικρούς στόχους για κάθε μέρα. Για κανέναν δεν είναι εύκολο αυτό που συμβαίνει. Έχουμε την τεχνολογία, αγάπη, ασφάλεια, σπίτι, ζεστασιά, τροφή, νερό, επικοινωνία, θαλπωρή, υγεία, πρόσβαση σε σεμινάρια, θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, σειρές, επιτραπέζια, ενημέρωση, λάιβ, για οτιδήποτε συμβαίνει στον πλανήτη, μπορούμε να κάνουμε γιόγκα, διαλογισμό, σουφλέ, μαραθώνιες προβολές, χορογραφίες, online συσκέψεις στο Ζοομ, μέσα σε μια μέρα. Κάθε μέρα θυμίζει Κυριακή. Αυτό δεν ονειρευόμασταν πάντα;
Αν είχατε τη δυνατότητα να επικοινωνήσετε με τον κ. Τσιόδρα, τι θα του λέγατε;
Ο Σωτήρης Τσιόδρας είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο καλός γείτονας, ο οικογενειακός γιατρός που θα θέλαμε όλοι να έχουμε, ένα καρτούν, ο συνετός μαθητής της τάξης, μυθιστορηματικός ήρωας, o άνθρωπος που δεν ξέρει τι σημαίνει εγώ, δεν φοβάται να πει «δεν ξέρω». Στις 6 το απόγευμα κανείς δεν μιλάει στο τηλέφωνο, δεν κάνει γυμναστική, δεν μαγειρεύει, δεν ανεβάζει ιστορίες στο Facebook ή στο Ιnstagram. Αν μπορούσα να τον συναντήσω, θα του έθετα πέντε ερωτήσεις από το Ερωτηματολόγιο του Προυστ: 1.Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος θα θέλατε να είστε; 2. Aγαπημένοι σας ήρωες από την πραγματική ζωή; 3. Για ποιο σφάλμα δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια; 4. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο; 5. Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την απόλυτη ευτυχία;
ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΤΩΝ 104
«Έφυγε η Δημητρούλα…» Η Δημητρούλα είναι, ήταν, θα είναι για πάντα η γιαγιά μου, η μαμά του μπαμπά μου, η γυναίκα του Βαγγέλη, η μητέρα του Χαράλαμπου (Μπάκου) και του Άκη-(Δαμιανού). Γεννημένη το 1916, η γιαγιά Δήμητρα, η Δημητρούλα, η σούπερ γιαγιά με την καλοσύνη, τα λευκά, αφράτα μαλλιά και την αφράτη καρδιά, η προγιαγιά που αποκαλούσε τα εγγόνια της, την Πελούσα και την Ιώ, «αρνάκια μου», η γιαγιά μου, πέθανε στα 104 της χρόνια, στη Θεσσαλονίκη.
Την αποχαιρετώ με λέξεις. Με αγάπη και φως. Η ζωή της μια ιστορία αγάπης, ένα love story, κινηματογραφικό, μυθιστορηματικό, ασπρόμαυρο. Ο μπαμπάς μου, ο γιος της Δήμητρας, απαρηγόρητος, μακριά της, ο γιατρός-φύλακας άγγελος της, δεν μπόρεσε αυτή τη φορά (με τον Κορωνοϊό) να είναι κοντά της να κάνει τα «μαγικά» του. Κι αν η Δημητρούλα δεν ήθελε άλλα μαγικά; Aν είχε πια κουραστεί;
Η ιστορία της οικογένειας μου, νουάρ επίσης. O μπαμπάς μου, γεννήθηκε στην Ξάνθη, από πρόσφυγες γονείς, προερχόμενους από την Ανατολική Θράκη. Ρεδεστό (Τακιουρντάκ) από την πλευρά του πατέρα, Μάλγαρα από την πλευρά της μητέρας. Η μοίρα της οικογένειας είχε κι αυτή προσφυγική χροιά. Ο παππούς δήμαρχος Ρεδεστού, γαλλοαναθρεμένος νομικός, σκοτώθηκε από φανατικό μη αποδεχόμενο τη συμβιβαστική συμβίωση με τους Τούρκους, οδήγησε στην «κατηφόρα» όπως περιγράφει ο πατέρας με τα δύο αδέρφια του, προς την πατρίδα. Από την πλευρά της μητέρας, παράλληλη πορεία, Κωνσταντινούπολη, Βόσπορος, Θεσσαλονίκη, Ξάνθη.
Όπως μου έχει αφηγηθεί ο μπαμπάς μου, η γέννηση στην Ξάνθη προηγείται μιας χρονιάς από την κήρυξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα χρόνο μετά, η απουσία του πατέρα του, και η παρουσία του σε αλβανικό έπος, Μέση Ανατολή, εν συνεχεία εμφύλιος, σφραγίζει τα παιδικά χρόνια του μπαμπά μου. Η επάνοδος στην ομαλή περιήγηση της Ελλάδος, θυμίζει ταξιδιωτική βαλίτσα, όπως λέει ο ίδιος. Μια χρονιά της πρώτης δημοτικού σε τέσσερις επαρχιακές πόλεις. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό, στη ψυχολογία ενός υποτιθέμενου «νικητή».
Δεν προλάβαινε να προσαρμοστεί σε καινούργιες φιλίες, παραξενιές καινούργιων δασκάλων, ανάγκη για ξεχωριστή παρουσία, κι ερχόταν η επόμενη μετάθεση του στρατιωτικού από ανάγκη, όπως έλεγε, να υποκαταστήσει η πατρίδα τη μητέρα του που είχε φύγει από τη ζωή. Η απώλεια της μητέρας του πατέρα του, του Βαγγέλη, είχε προηγηθεί της δολοφονίας του δημάρχου πατέρα του.
Η βίαιη ωρίμανση έχει ένα πολυετές διάλειμμα παραμονής στην Αλεξανδρούπολη όπου κι εξελίσσονται τα βασικά για τη ζωή του προστάγματα. Στον βαθμό που μπορούσε να τα επιβάλλει στις συνθήκες μιας ατέλειωτης, παρατεταμένης εφηβείας, που συνεχίστηκε εξαιτίας των συνθηκών για αρκετές δεκαετίες, σφραγίζοντας τις κυρίαρχες επιλογές της εξέλιξης του. Επιλογή συντρόφου, επαγγελματικός προσανατολισμός, επιλογή εξειδίκευσης, πορεία, ένταξη στην παράδοση δύο αστικών οικογενειών, η κυρίαρχη επικάλυψη η πατρίδα.
Οι γονείς της μητέρας του, Δήμητρας, κόρης μεγαλοαστών, δεν συμφωνούσαν με την επιλογή της να παντρευτεί έναν Δραμινό, και μάλιστα στρατιωτικό. Η επιμονή της και η σφραγισμένη από την αληθινή αγάπη επέβαλαν την αποδοχή της επιλογής της, μιας επιλογής που ήρθε όταν ο παππούς Δαμιανός συνειδητοποίησε ότι η αλληλοκλοπή ήταν προ των πυλών.
Παντρεύτηκαν στην Αρχόντισσα του Βορρά, την Ξάνθη, που εκείνα τα χρόνια, της δεκαετίας του 30, και του 40, ο καπνός της Ξάνθης ήταν ένα προϊόν παγκόσμια γνωστό. Ο γάμος έγινε το 1938, σε περιβάλλον αρχοντικό, μια και η μεγαλοαστική ξανθιώτικη τάξη, είχε σαν κέντρο της την υπέροχη πλατεία και το ρολόι της πόλης όπου άλλωστε ήταν εγκατεστημένα και τα καταστήματα μαζικής εστίασης του παππού του, του Δαμιανού.
Ο ερχομός του μπαμπά μου, ένα χρόνο μετά, τον βρίσκει να κουβαλάει ένα σωρό παιδικές αρρώστιες, που αντιμετωπίζονται, μια και το επίπεδο υγειονομικής φροντίδας στην πόλη είναι ιδιαίτερα υψηλό. Από την άλλη, μια και ο μπαμπάς έχει φύγει για τα αλβανικά βουνά, η παρουσία των τεσσάρων αρσενικών αδερφών της μητέρας μου, του εξαίρετου παππού Δαμιανού και της γιαγιάς Κλεονίκης, συμπληρώνουν την ανυπέρβλητη αγάπη της Δήμητρας που είδε τον μεγάλο της γιο να γίνεται γιατρός, για να προσφέρει, να αγκαλιάζει, να αγαπά, να συμπονά, να σώζει ζωές.
Πώς θα θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη Δημητρούλα μας; Σαν μια γυναίκα που δεν είπε ποτέ τίποτα κακό για κανέναν, αγάπησε και αγαπήθηκε, αφιέρωσε τη ζωή της στον Βαγγέλη της, και τους δυο γιους τους, πρότυπο παλαιάς κοπής νοικοκυράς, με τους τζιγεροσαρμάδες και τα σαραγλί της, την πίστη της στην εκκλησία, και στην οικογένεια, στους ανθρώπους. Θα την θυμάμαι στο μπαλκόνι να ρίχνει τον αυτοσχέδιο κουβά με το σχοινί για να τον πετάξει από ψηλά (και τρυφερότητα πάντοτε) στον Βαγγέλη της που θα έβαζε τα ψώνια της ημέρας, να μας συγκεντρώνει σε ατέλειωτα οικογενειακά τραπέζια Χριστούγεννα, Πάσχα, τα καλοκαίρια στο Φίλυρο, να μας κάνει το ωραιότερο μασάζ στην πλάτη με τη Ντέμη όταν ήμασταν παιδιά, κάθε φορά και μια διαφορετική πίτα, σπανακόπιτα, τυρόπιτα, πρασόπιτα… Θα σε θυμάμαι γιαγιά να αποκοιμιέσαι (δήθεν) στην κοιλιά μου όταν ήμουν έγκυος, να με ρωτάς για όλους τους αγαπημένους σου κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο, θα σε θυμάμαι να μας αφηγείσαι ιστορίες από την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη, τη Δράμα, την Πόλη, τα δύσκολα παιδικά χρόνια του μπαμπά, τον γάμο του με τη μαμά, όταν απέκτησες το πρώτο σου εγγόνι, το Ντεμάκι, όταν με καθησύχαζες στην αγκαλιά σου με τους πρώτους κεραυνούς λέγοντας μου ότι «ο Θεός απλώς αλλάζει θέση στα έπιπλα του»… Μας λείπεις ήδη. Αρνάκι μας.