Ο Ζαν Πολ Γκοτιέ είναι σούπερ σταρ και κάτι παραπάνω. Τον είχα απέναντι μου για 15 λεπτά. Ενα ξεχωριστό τετ-α-τετ με τον 68χρονο Ζαν Πολ Γκοτιέ, που μόνο enfant terrible δεν είναι πλέον. Γρήγορος, επικοινωνιακός, ιδιοφυής, ειλικρινής, άμεσος. Το πρώην «κακό παιδί της μόδας» ζήτησε να πιει φυσικό χυμό πορτοκάλι κι όταν το ποτήρι ήρθε, σπασμένο, εκείνος δεν πτοήθηκε. Το γύρισε απλώς έτσι ώστε να μη χρειαστεί να πιει από την πλευρά του σπασμένου γυαλιού και συνέχισε τη συνομιλία. Στα γαλλικά, φυσικά. Πάλι καλά που με τις ιστορίες και τη φωτογράφιση ξεπεράσαμε τα 20 λεπτά. Donc. Ca va. Που λέει και ο Ζαν Πολ....
– Κινηματογράφος και μόδα. Κοστούμια και καθημερινά ρούχα. Ποια είναι η βασική διαφορά όταν σχεδιάζετε για μια ηθοποιό σε ένα φιλμ και όταν σχεδιάζετε για μια πρετ-α-πορτέ συλλογή;
– Οταν σχεδιάζω για τη μόδα, αφηγούμαι την ιστορία που θέλω να πω. Εγώ την μεταφέρω στη σκηνή. Οταν σχεδιάζω για το σινεμά, για τον Αλμοδόβαρ, τον Γκρίναγουεϊ, τον Μπεσόν, μπαίνω μέσα στη δική τους ιστορία. Η τέχνη μου είναι Γκοτιέ, αλλά Γκοτιέ για τον κινηματογράφο ή την ηρωίδα της ταινίας. Οπότε προσπαθώ να καταλάβω τον χαρακτήρα του φιλμ, αλλά δεν είμαι εγώ που ηγούμαι της ιστορίας. Ορισμένες φορές νιώθω μεγαλύτερη ελευθερία στο σινεμά, αφού στην πραγματικότητα ούτε στο πρετ-α-πορτέ είμαι ελεύθερος γιατί εκεί υπάρχουν άλλοι κανόνες που πρέπει να σεβαστώ: κώδικες κυρίως που έχουν να κάνουν με τα ρούχα, τα οποία πρέπει να φοριούνται εύκολα, να μην είναι πολύ ακριβά, να αντέχουν στον χρόνο. Εχω τέτοιου είδους περιορισμούς. Αλλά μέσα σε μια ταινία έχω την ελευθερία που ταυτίζεται με την ελευθερία του ήρωα ή της ηρωίδας του φιλμ.
– Πόσο αλλάζουν οι κανόνες στην υψηλή ραπτική;
– Με την υψηλή ραπτική είναι διαφορετικά τα πράγματα. Εχω μεγαλύτερη ελευθερία, με την έννοια ότι το παραμύθι στοιχίζει πιο ακριβά, μπορεί τα ρούχα που φτιάχνω να κοστίζουν πολύ περισσότερο. Κι αυτό αποτελεί μια μορφή ελευθερίας. Αλλά η διαδικασία είναι ακριβώς η ίδια, παραμένει πάντα η αφήγηση μιας ιστορίας που αναζητεί κοινό.
– Αλμοδόβαρ, Γκρίναγουεϊ, Καρό, Ζενέ, Μπεσόν... Στις κινηματογραφικές συνεργασίες σας δεν διακρίνουμε κανένα μεγάλο όνομα από το Χόλιγουντ. Ηταν δική σας επιλογή;
– Επιλογή... Δεν ήταν ακριβώς επιλογή, απλώς δεν συνέβη. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να σκεφτώ αν δέχθηκα προτάσεις. Και νομίζω ότι δεν είχα καθόλου προτάσεις. Ούτε μία. Εκανα το «Πέμπτο στοιχείο», που υπήρξε ένα διεθνές φιλμ. Δεν παρέσυρε όμως κι άλλες προτάσεις. Σκεφτείτε τον Τιερί Μιγκλέρ που έχει κάνει πολλά εντυπωσιακά κοστούμια, ακόμη και για το Cirque du Soleil, αλλά δεν τον προσέγγισε ποτέ κανένα χολιγουντιανό στούντιο. Ο Ζενέ γύρισε και το «Αλιεν», υπήρχαν σκηνοθέτες που με ήξεραν αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεν ξέρω. Υπάρχουν σκηνές με shopping μέσα στις μπουτίκ μου, με ηθοποιούς που φορούν τα ρούχα μου, αλλά κάτι που να έχω φτιάξει ειδικά για το Χόλιγουντ, όχι. Ισως να μην είμαι αρκετά συναρπαστικός για το Χόλιγουντ. Ισως το Μπόλιγουντ να είναι καλύτερο. Πολύ καλύτερο...
– Στο «Le Jour d’ avant» (2010) πρωταγωνιστείτε 36 ώρες πριν από ένα σόου υψηλής ραπτικής. Πόσο ρεαλιστικό είναι το ντοκιμαντέρ και ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας πριν από κάθε ντεφιλέ;
– Κατ’ αρχάς, είναι όλα αλήθεια. Πρόκειται για αληθινό ρεπορτάζ, όλα έχουν συμβεί, υπάρχουν στιγμές που όλα είναι πιθανά. Σε γενικές γραμμές, πρέπει να διατηρώ την ηρεμία μου για να αποδώσω. Και ο σκηνοθέτης παρέμενε διακριτικά πίσω από την κάμερα, τα έβλεπε όλα, τα άκουγε όλα, τα καταλάβαινε όλα και κατανοούσε ακόμη και τις στιγμές που δεν ήθελα κανένα. Υπάρχουν στιγμές που δεν θέλω να ακούσω ούτε μια ερώτηση. Γενικά όταν δουλεύω, δεν θέλω να με διακόπτει κανείς. Δεν σηκώνω τηλέφωνα. Θέλω να συγκεντρώνομαι όσο πάει. Ακόμη κι όταν κάτι κινείται, με ενοχλεί. Γίνεται εμπόδιο στο όραμά μου. Ο σκηνοθέτης μου θέτει ερωτήματα. 36 ώρες. Αν και στην αλήθεια είναι τουλάχιστον 3 μήνες.
– Πώς νιώσατε ύστερα, όταν είδατε τον εαυτό σας γκρο πλαν, αληθινό, απογυμνωμένο, σε ένα φιλμ για τον Ζαν Πολ Γκοτιέ εν ώρα εργασίας;
– Ηταν δύσκολο για μένα. Στο φιλμ βλέπουμε τον Ζαν Πολ Γκοτιέ, αν και όχι και πάρα πολύ. Ηταν πολύ καλό για να δω τη σχέση μου με τους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί μου. Είδα πράγματα που δεν τα ήξερα. Υπήρχαν πολλές εκπλήξεις. Ηταν αποκαλυπτικό και εκπαιδευτικό μαζί για εμένα τον ίδιο. Δεν είμαι ηθοποιός. Είμαι σκηνοθέτης για τις συλλογές μου, είμαι υποχρεωμένος να σκηνοθετώ, αλλά δεν παίζω. Ισως η εικόνα μου να είναι παραμορφωμένη. Είδα τον εαυτό μου. Η οθόνη μου έδειξε τις αντιδράσεις μου. Καταστάσεις παράλογες. Αυτό με ανάγκασε να τις ξαναζήσω. Να ζήσω τα λεπτά. Είδα στιγμές που ήμουν αυταρχικός. Αυτό το βλέπω. Είδα λάθη. Τα λάθη μου. Αλλά έτσι αναγκάστηκα να ξαναζήσω και τα συναισθήματά μου. Υπάρχουν στιγμές ακριβώς λίγο πριν από το ξεκίνημα της συλλογής, που δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Το φιλμ βασίστηκε στην τελευταία παράσταση που έστησα για την κουτύρ σαν φόρο τιμής στο σινεμά. Υπάρχουν συναισθήματα που ξεπερνώ, δεν βλέπω. Είμαι πάντα κάπως κριτικός. Υπάρχουν διαρκώς πράγματα για αμφισβήτηση. Η αυτοκριτική υπάρχει. Δυστυχώς. Με κρίνω πολύ αυστηρά.
– Τι σας λείπει από το χθες; Τι σας εμπνέει σήμερα; Πόση δόση νοσταλγίας αντέχετε;
– Παραμένω νοσταλγός, όμως ζω σήμερα. Οπότε σίγουρα εμπνέομαι από το σήμερα, αφού ζω αυτή τη στιγμή. Οπότε λέω η μόδα είναι πολλά πράγματα σαν κι αυτό που κάνουμε τώρα, είναι φτιαγμένη από πολλές στιγμές. Η μόδα έχει αλλάξει, δεν μπορούμε να ζούμε όπως στη δεκαετία του ’60 ούτε μπορούμε να είμαστε στ’ αλήθεια ρετρό για κάτι που δεν υφίσταται πλέον. Τώρα δεν έχουμε τα ίδια υλικά, τις ίδιες τεχνικές, υπάρχουν πράγματα που έχουν αλλάξει, η Αθήνα έχει αλλάξει, το Παρίσι έχει αλλάξει και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, η μορφολογία είναι διαφορετική, το πνεύμα του ’80 είναι κάτι άλλο. Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Νομίζουμε ότι είναι, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Δεν μπορούμε να ζούμε σε μια άλλη εποχή ή να ντυνόμαστε σαν ρέπλικες μιας άλλης εποχής. Μπορούμε πάντα να ρίχνουμε ματιές πίσω μας. Προσωπικά λατρεύω να ξαναβρίσκω και να χρησιμοποιώ το παρελθόν, να λέω ότι κάθε χώρα οφείλει να προφυλάσσει την κληρονομιά της. Κι εγώ να παραμένω ένας ταξιδιώτης. Ενας ταξιδιώτης μέσα στον χρόνο.