Ήταν στην συλλογή της αποφοίτησης του με τίτλο Les Incroyables, όταν το SPY της Vogue ανακάλυψε το 1984 τον incroyable John Galliano. Σχεδόν μια δεκαετία μετά, διασταυρωθήκαμε αρκετές φορές στους δρόμους του Λονδίνου. Όταν εγώ, νεαρή ακόμη φοιτήτρια δημοσιογραφίας στο Λονδίνο μάθαινα για κάθε νέα κίνηση του ανερχόμενου ακόμη απόφοιτου του Saint Martin`s, γιου υδραυλικού και Ισπανίδας μητέρας, που έμεινε στο Γιβραλτάρ μέχρι τα έξι του χρόνια για να εγκατασταθεί αργότερα με την οικογένεια του στην Αγγλία. Προτού τον δεχτούν στο Saint Martin’s, σπούδαζε στο City&East London College, παρατηρούσε.
Ο δρόμος για την επιτυχία μέχρις ότου αποκτήσει δική του βιτρίνα στο Browns και απογειωθεί, δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο ίδιος, εργασιομανής και πεισματάρης, δεν το έβαζε εύκολα κάτω, αναζητώντας διαρκώς χορηγούς. Ακόμη συνηθίζει να λέει ότι πριν από τα σόου κοιμόταν στο πάτωμα σε σπίτια φίλων. Το γύρισμα της τύχης ήρθε μάλλον το 1994, όταν μετακόμισε στο Παρίσι. Δύο χρόνια μετά εμπνεύστηκε από την Μαντάμ Μπάτερφλαϊ, το 1995 έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τον Givenchy ως ο πρώτος βρετανός σχεδιαστής που εισέβαλλε σε γαλλικό οίκο haute couture και από το 1996, απογείωσε τον οίκο Dior και τον οίκο Galliano, για να βρεθεί λίγο μετά στα αζήτητα.
«Θέλω ό,τι φέρει την υπογραφή μου να είναι πραγματικά λαχταριστό. Αυτό που ξέρω να κάνω καλά είναι να αποπλανώ τους πελάτες μου», μου είχε πει. Δεν ξέρω αν ο John κατάφερε να με αποπλανήσει, πάντως με τα ρούχα του, σίγουρα έπεσα στην παγίδα αρκετές φορές. Είναι η στιγμή που θέλεις να ξανακούσεις τον δίσκο της Λορίν Χιλ, να δείς για μια ακόμη φορά το Μαντ Μαξ, να πρωταγωνιστήσεις κι εσύ στον ονειρικό κόσμο του John. Κομμάτι του ονείρου μπορεί να είναι ένα κλαμπ, ένα έργο τέχνης, μια ταινία, η επίσκεψη σε ένα μουσείο, ένα ταξιδιωτικό βιβλίο για την Ελλάδα. «Δε νομίζω ότι μπορείς να περιγράψεις εξολοκλήρου μία κολεξιόν μέσα από ένα θέμα. Ανατρέχω με μανία σε δεκάδες πηγές, περνάω μήνες κάνοντας έρευνα και αυτό στο τέλος προκύπτει σαν ένα ολοκληρωμένο έργο με αρχή, μέση και τέλος. Σχεδιάζοντας 13 συλλογές τον χρόνο, η μία σκέψη φέρνει την άλλη».
Είναι και οι προσκλήσεις για τις θεατρικές του παραστάσεις που σε προϊδεάζουν για ένα θέαμα με έντονους συμβολισμούς. Αυτή τη φορά θα πρέπει να ήταν ο Όσκαρ Ουάιλντ. Σα να διαβάζει τον στοχασμό μου λέει: «Οι άστεγοι αποτέλεσαν σημείο εκκίνησης για την κολεξιόν. Κάνοντας τζόγκινγκ καθημερινά στις εκβολές του Σηκουάνα, παρατηρούσα τον τρόπο που συμπεριφέρονταν και ντύνονταν, ένα ολότελα δικό τους στυλ όπως προέκυπτε μέσα από την απόλυτη παραφωνία. Θεωρώ ότι οι αντιδράσεις ορισμένων ήταν ακραίες. Μπορείς να εμπνέεσαι από την Ινδία ή άλλες τριτοκοσμικές χώρες, και τότε κανείς δεν έχει αντίρρηση. Η μόδα υπάρχει για να εμπνέει, να προκαλεί, να δημιουργεί διάλογο και εντάσεις, οπότε υποθέτω πως αυτό συνέβη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλησα να προσβάλλω κανέναν. Αντιθέτως θεωρώ ότι τους εκθείασα. Τώρα, όσον αφορά το μήνυμα, η συλλογή γιορτάζει την αριστοκρατία της ψυχής. Ανατρέπει τα στερεότυπα της υψηλής ραπτικής και απευθύνεται σε ένα νεότερο κοινό.»
Ο John Galliano αναφέρεται στην λέξη πρόκληση και δεν μπορώ παρά να τον ρωτήσω πότε η μόδα γίνεται κόκκινο πανί για τον ταύρο που κρύβουμε όλοι μέσα μας. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους η μόδα μπορεί να προκαλέσει, βαρέθηκα όμως να υπακούω σε ταμπού που σου υπαγορεύουν πως πρέπει να συμπεριφέρεσαι. Σημασία έχει να διατηρείς την ευαισθησία σου. Θα ήταν εύκολο να πω ότι η μόδα είναι εύκολος στόχος. Μόδα για μένα είναι ο τρόπος που ο καθένας εκφράζει την διαφορετικότητα του, την προσωπικότητα του. Η μόδα, όπως η μουσική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αφυπνήσει την κοινωνική συνείδηση. Μια διαδικασία εποικοδομητική και καταστρεπτική μαζί».
Ο John κινείται διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί, έχοντας αποκτήσει με τα χρόνια πολλούς φίλους και άλλους τόσους εχθρούς. Παραμένει απρόβλεπτος,ένας ρομαντικός δραματοποιός, ένας ευρηματικός ερευνητής. Τι κι αν δέχεται βέλη από όλες τις κατευθύνσεις; Είναι ο μάγος της βρετανικής, της γαλλικής, της παγκόσμιας μόδας. Δεν είναι άγιος, είναι όμως ο σχεδιαστής που εκπλήρωσε τις φαντασιώσεις μας.
Έγινε και εκδότης με την Christian Dior Daily, μια εφημερίδα που τυπώθηκε σε σιφόν, δέρμα, ακόμη και στη φόδρα από τις γούνες, με αρνητικές κριτικές που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς για το έργο του. Η μόδα για τον Galliano είναι τέχνη και κυνισμός. Η μουσική δεν σταματά στη ζωή του John Galliano αφού, όπως λέει, τον χαλαρώνει, του χαρίζει ενέργεια, του κάνει καλό. «Λατρεύω να ακούω ποπ μουσική. Ακούω μουσική ακόμη κι όταν είμαι μόνος στο στούντιο μου, δεν χορταίνω να ακούω το άλμπουμ της Λορίν Χιλ», μου λέει. Συχνά εμπνέεται και από τον κινηματογράφο.
Πριν από το λανσάρισμα κάθε συλλογής έδινε πάντα δύο εβδομάδες άδεια στον εαυτό του για να πάει στον κινηματογράφο, να επισκεπτεί μουσεία και εκθέσεις φωτογραφίας, να περπατήσει στις υπαίθριες αγορές, στο Saint-Germain ή στο Marais. Είναι μοναχικός και συχνά πηγαίνει διακοπές μόνος για να διαβάσει, να κάνει διαλογισμό και γιόγκα. Πιστεύει στον Θεό. «Ο Θεός μου επέτρεψε να φτάσω μέχρις εδώ. Είναι διαρκώς μαζί μας, δεν το ξέρατε;»
Μόνο ο διαλογισμός θα μπορούσε να τον βοηθήσει να καταπολεμήσει τόσο στρες. «Πρέπει να είσαι απίστευτα οργανωμένος. Κάθε φορά μαθαίνω κάτι παραπάνω. Στις επιδείξεις πρετ-α-πορτέ έχουμε κάνει τον χρόνο σύμμαχο μας. Αν ασκούμαι τόσο συστηματικά, είναι γιατί με τον χρόνο κατάλαβα ότι εκτός από το ότι νιώθω υγιής, είναι ένας υπέροχος τρόπος να συγκεντρώνεσαι αφού την ίδια στιγμή λειτουργεί σαν το τέλειο αγχολυτικό. Δεν είμαι μανιώδης των σπορ, απλώς απολαμβάνω να είμαι σε φόρμα και αντιμετωπίζω την γυμναστική με σοβαρότητα και επαγγελματισμό».
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε είχε την φήμη του party animal. Του αρέσει η διεθνής κουζίνα, ταξιδεύει συχνά, σπανίως έχει κακή διάθεση και από τους στενούς του συνεργάτες μαθαίνουμε ότι είναι ένας άνθρωπος που σε εμπνέει και μόνο που τον βλέπεις. Περιθωριακός ή απλά διαφορετικός; Την προσωπική του ζωή την κρατάει αυστηρά για τον εαυτό του. Είχα μάθει ότι το βράδυ τρέχει στο δάσος της Βουλόνης με φακό. Αυτό που επίσης δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι βαπτίστηκε Χουάν Κάρλος Αντόνιο και ότι μετά το σχολείο ετοιμαζόταν να εργαστεί ως ιλουστρέιτορ στην Αμερική. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με χρώματα αφού η μητέρα του είχε πάθος με τα ρούχα, το ίδιο και οι θείες του. «Πάντα υπήρχε μια καλή αφορμή για μια έφοδο στα μαγαζιά».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τον βλέπουμε να φοράει τα ίδια ρούχα τόσο σπάνια. Ο,τι κι αν γίνεται, τα παπούτσια του θα είναι γυαλισμένα, «όπως συνήθιζε να κάνει η Γκλόρια Σουάνσον». Τη μία στιγμή μπορεί να είναι ντυμένος σαν πωλητής αυτοκινήτων και την επομένη, να θυμίζει πειρατή. «Η εμφάνιση μου εξαρτάται άμεσα από τη δουλειά μου. Μπαίνω στο πετσί του ρόλου, τον ονειρεύομαι».
Τον ρωτάω τι είναι εκείνο που τον διεγείρει. «Πολλά πράγματα με εξιτάρουν. Η μόδα με διεγείρει, η ζωή με εκστασιάζει». Πόσο τον ενθουσιάζουν άραγε οι πελάτισσες του; Οι αδελφές Μίλλερ, η βαρώνη Beatrice de Rothchild, η Λορίν Χιλ, η Κέιτ Μος, η Μίλα Γιόβοβιτς, η Ιμάν, η Μπιάνκα Τζάγκερ, η Σαρλότ Ράμπλινγκ, η Τζόαν Κόλινς, η Ιβάνα Τραμπ, οι γυναίκες με εμμονές με τα ρούχα του; «Κάθε πελάτισσα κρύβει τις δικές της αρετές, γεγονός που την κάνει τόσο ξεχωριστή. Όμως δεν θέλω να ντύνω μόνο 70χρονες κυρίες όπως συμβαίνει συχνά στην haute couture γι’ αυτό και μου αρέσει πολύ όταν πηγαίνω σε πάρτυ και βλέπω μία γυναίκα να λάμπει με μία από τις δημιουργίες μου. Δεν έχεις αγαπημένους πελάτες ή ευνοούμενους, έχεις μόνο φίλους. Μου αρέσουν πολλές από τις νέες ηθοποιούς και αστέρες της ποπ και είμαι τυχερός που φοράνε ρούχα μου. Πάντα ήθελα να ντύσω την Βασιλομήτωρα, όχι βέβαια με σιφόν και τούλι!»