Υπάρχουν αδερφές που μοιράζονται τα πάντα. Ακόμη και τους άνδρες τους. Θυμάμαι καλοκαιρινές διακοπές μέσα στην ίδια παρέα, με το αγόρι να τα «έχει» πρώτα με τη μικρή και σχεδόν παράλληλα να τα «φτιάχνει» με τη μεγάλη, χωρίς φυσικά να το γνωρίζει η πρώτη. Ξέρω επίσης αδερφές που σφάζονται. Ακόμη. Αν δεν το έχετε ζήσει, μπορείτε να το φανταστείτε. Ξεμάλλιασμα μέχρι τελικής τούφας. Η σχέση ανάμεσα στα αδέρφια του ίδιου φύλου είναι σχέση έντονη, κινηματογραφική, ανταγωνιστική. Σχέση αμοιβαίου πάθους. Η αδερφή μου κι εγώ. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς την αδερφή μου. Έχουμε όσα χρόνια διαφορά χρειάζονται για να θυμόμαστε παιδικούς καβγάδες μέχρι αιματοχυσίας και να έχουμε φτάσει σήμερα στο σημείο να μην περνάει μέρα αν δεν μιλήσουμε έστω στο τηλέφωνο, αν δεν συναντηθούμε, αν δεν πούμε τα νέα μας με κάθε λεπτομέρεια. Ξέρουμε πως ό, τι κι αν συμβαίνει, πάντα θα είναι η μία στη ζωή της άλλης. Κι ας περάσαμε από... όλα τα στάδια. Δεν έχει σημασία πλέον ποια είναι η μικρή και ποια η μεγάλη γιατί ούτε και τότε το ξέραμε. Η μία ντάντευε την άλλη για διαφορετικούς λόγους. Οι γονείς μας είχαν επενδύσει από νωρίς σε αυτή τη σχέση και μας είχαν αφήσει να βγάλουμε τα μάτια μας μόνες μας, σχεδόν κυριολεκτικά, χτίζοντας τα θεμέλια για το μέλλον. Κάτι σαν γυμναστική ζωής. Ακόμη θυμόμαστε με δάκρυα στα μάτια τη μέρα που τη δάγκωσα στο μπούτι και της έβγαλα... κομμάτι ή της πέταξα μαρμάρινο τμήμα παιδικού ρολογιού στο μέτωπο και μετά κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι για να μην υποστώ τις συνέπειες. Θυμάμαι όταν ξάπλωνα ανάσκελα και χτυπούσα στον αέρα γρήγορα πόδια-χέρια για να αποκρούσω τα χτυπήματά της...
Κι εκείνη, ως πιο σοφή, πάντα πιο έξυπνη, πιο διαβασμένη, πιο προκομμένη, φρόντιζε να με ενημερώνει για τα περίεργα της φύσης. «Σοβαρά δεν ξέρεις γιατί οι γυναίκες τον παλιό καιρό φορούσαν κρινολίνα, αυτά τα τεράστια φουσκωτά φορέματα με τα ασορτί καπέλα; Επειδή δεν είχαν τουαλέτα σπίτι, κουβαλούσαν κάτω από το φουστάνι μια μίνι τουαλέτα κι έκρυβαν το καζανάκι στο καπέλο...» Και εννοείται ότι το έχαβα γιατί η αδερφή μου είχε και έχει πάντα δίκιο. Τα ξέρει όλα. Αυτά και άλλα που δεν γράφονται καν. Ναι, την αδερφή μου πάντα την θαύμαζα. Και στο σχολείο όταν κρυβόμουν κάτω από το θρανίο, κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, όταν ο δάσκαλος ή η δασκάλα σκόνταφταν στο επώνυμο. «Αδερφή της Ντέμης είσαι; Για να σε δούμε αν θα είσαι άριστη σαν την αδερφή σου». Και μετά στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά της, την αληθινή ζωή. Και σαν φίλη, σαν νονά, σαν θεία.
Έχουμε κοινούς κώδικες που κανείς δεν μπορεί να σπάσει. Ποτηράκι Εκμα κανείς; Ατάκα που μπορεί να οδηγήσει σε γέλιο μέχρι δακρύων. Οι φωτογραφίες που η μαμά μάς έχει κουρέψει και τις δύο το ίδιο και φοράμε τα ίδια ακριβώς ρούχα με κουπ... κατσαρόλα. Ή το εξαιρετικά σύντομο ανέκδοτο: «Ήταν δυο φίλοι και λέει ο ένας στον άλλον, πάμε μια βόλτα, και δεν πάμε. Και δεν πήγαν». Ε, λοιπόν, εδώ εμείς γελάμε. Σαν αδερφές.
Γιατί αν δεν υπήρχε εκείνη, δεν θα είχα σε ποιον να ξαπλώνω και να χρησιμοποιώ σαν μαξιλάρι στα απίστευτα ταξίδια που πηγαίναμε τα καλοκαίρια με το αυτοκίνητο στην Ευρώπη. Δεν θα βρισκόμουν από τα 16 μου με τις παρέες της να γνωρίζω δειλά δειλά τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας και να πηγαίνω «μόνη» για διακοπές στα νησιά. Χωρίς την αδερφή μου δεν θα είχα με ποιον να «κουτσομπολεύω» τη μαμά και τον μπαμπά έστω και με τα μάτια. Κυρίως, όμως, δεν θα είχα τη μία και μοναδική φίλη, την καλύτερη απ' όλες, που δεν εξαφανίζεται, δεν χάνεται, δεν διαγράφει όποτε την βολεύει, είναι εκεί για να ακούει και να δίνει λύσεις όταν πιστεύει ότι μπορεί. Κι ευτυχώς, οι ιστορίες για κρινολίνα δεν περνάνε πια...
Της Ντέμης Τσαντάκη*
Νομίζω ότι μία από τις μεγαλύτερες ευλογίες στη ζωή μου είναι η τύχη που μου χάρισε την αδερφή μου. Αδερφή σημαίνει για μένα γέλιο και κλάμα. Ξύλο και ψέματα στους γονείς για το ποια ξεκίνησε το «μάλε - βράσε». Σημαίνει να παρακολουθείς Love Boat κάθε Τετάρτη βράδυ τρώγοντας βραστές γαρίδες με λαδολέμονο. Καλοκαιρινές παραστάσεις σε υπαίθρια θέατρα. Ταξίδια ανά την Ευρώπη με τη «Μαρμάγκω», το υπεραιωνόβιο αυτοκίνητο της οικογένειας με το οποίο είχαμε το θράσος να διανύουμε τη μισή Ευρώπη. Στη διαδρομή παίζαμε, τσακωνόμασταν, στην Ιταλία προσπαθούσαμε να φάμε πίτσα που ήταν πολύ λεπτή για τα γούστα μας, στις Ελβετικές Άλπεις κλαίγαμε συντονισμένα για να μας αγοράσουν οι γονείς μας ένα τεράστιο λούτρινο σκύλο Αγίου Βερνάρδου μέχρι που δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, παρηγοριόμασταν με σοκολάτα με γέμιση φράουλας και κάθε βράδυ πριν προλάβουμε να φτάσουμε στο ξενοδοχείο καταλήγαμε σχεδόν πάντα να κοιμόμαστε αποκαμωμένες στο πίσω κάθισμα.
Τι μας συνδέει τ' αδέρφια στ' αλήθεια; Μερικές από τις φίλες μου λατρεύουν τις αδελφές τους. Άλλα αδέρφια αγαπιούνται πολύ, αλλά δεν βλέπονται. Άλλα ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κοινά γούστα. Μα τι λέτε; Ακούω Placebo, χορεύω metal, αρνούμαι να φορέσω παγιέτες, ενώ η αδερφή μου λατρεύει ό, τι γυαλίζει και δεν είναι χρυσός κι ακούει τραγούδια από την εποχή της Doris Day. Οι φίλοι της είναι σαν να έχουν βγει από περιοδικό. Οι δικοί μου είναι τόσο ετερόκλητοι, που δεν μπορώ να βρω ούτε ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ τους.
Ποια είναι άραγε η κόλλα που συνδέει τ' αδέρφια μεταξύ τους; Συχνά, έχω αναρωτηθεί τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω την αδελφή μου περισσότερο σιαμαία, σχεδόν σωματικά συνδεδεμένη μαζί μου και λιγότερο απλή αδελφή. Μικρές παίζαμε ξύλο και κάναμε τα καλά παιδιά, εναλλάξ. Στην εφηβεία, η μία από εμάς έκανε την επανάστασή της και η άλλη το καλό παιδί. Η μία μελετούσε ακατάπαυστα, ενώ η άλλη βαριόταν θανάσιμα τα μαθήματα. Το ίδιο συνέβαινε με την αίσθηση του μέτρου. Ας πούμε ότι η μία προικίστηκε με την άριστη χρήση του και δεν απέμεινε ίχνος για την άλλη. Ούτε στάλα.
Μάλλον δεν υπάρχουν λέξεις για να μεταφέρεις την αίσθηση ότι είναι κάποιος εκεί που σε περιμένει χωρίς ακριβώς να σε έχει ανάγκη. Από όπου. Χώρο εντός σου ή εκτός σου. Δεν έχει σημασία. Που σε βοηθάει πάντα να γυρίσεις σε μια κάπως πιο διευρυμένη πραγματικότητα από τη δική σου. Σαν άγκυρα. Σαν καθρέφτης.
Μια τέτοια σχέση, μια σχέση που ζυμώνεται με τα δάκρυα της μιας, τη μετάνοια της άλλης κι ό, τι άλλο επιφυλάσσει η ζωή είναι σαν το κέρας της Αμάλθειας. Έχει τέτοιο πλούτο, που δεν μπορείς να τον ονειρευτείς. Ως η μποέμ της οικογένειας, προσπαθώ με τη σειρά μου να μεταφέρω την αδελφή μου και τις ανιψιές μου στον δικό μου κόσμο. Τις ταξιδεύω νοερά με αυτοσχέδια παραμύθια και φέρνοντάς τους ό, τι θ' αγόραζα για τα δικά μου παιδιά, αν είχα. Μπαίνω σε μαγαζιά για να τους ψωνίσω, εκεί που θα έμπαινα σε μουσεία, προκειμένου να τους μεταφέρω κάτι από τον τόπο όπου βρίσκομαι. Αλλάζω το πρόγραμμα των καλοκαιρινών μου διακοπών για να κοιμηθώ μαζί τους. Μαθαίνω στις ανιψιές μου χορευτικές φιγούρες που κάνουν την αδελφή μου και τη μητέρα μου να τους σηκώνεται η τρίχα.
Καμιά φορά, δεν μπορώ να ξεχωρίσω την πραγματικότητά της αδερφής μου από τη δική μου. Έχω την τύχη να ζω στον μαγικό κόσμο που δημιουργεί και συχνά μου δίνει την καλύτερη θέση στο ροζ σύννεφο όπου ανεβαίνουμε. Οποιος είναι τυχερός ρίχνουμε τη σκάλα, ανεβαίνει και απολαμβάνει τη θέα από ψηλά. Για όσο το επιτρέψει ο καιρός. Μέχρι την επόμενη πτήση με το αερόστατο «Ροζ Σύννεφο» των αδελφών Τσαντάκη.
* Η Ντέμη Τσαντάκη είναι δικηγόρος.