Με την Λουκία Δέρβη, δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική. Για μένα, ήταν και θα είναι (πάντα) η Λούση. Η Λούση, συμμαθήτρια, φίλη, «πισινή», διπλανή, καλοκαιρινή, χειμωνιάτικη, φθινοπωρινή, ανοιξιάτικη, απρόβλεπτη... Η Λούση που έχει γράψει το ωραιότερο κείμενο για μένα στο σχολείο, όταν μας ζητήθηκε να παρουσιάσουμε ένα πρόσωπο που αγαπάμε.
Και τώρα, που παρουσίασε το τελευταίο της βιβλίο, μια σειρά διηγημάτων με τίτλο «Αλλού, στο Πουθενά», (εκδόσεις Μελάνι), στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, βρέθηκα στο Παγκράτι, να περιμένω στην ουρά, ανάμεσα στους πιο πρόσφατους, αλλά εξίσου φανατικούς groupies με μένα, για μια αφιέρωση.
Και μπορεί να μην μπορώ πλέον να συγκεντρωθώ εύκολα για να διαβάσω ένα μυθιστόρημα, είμαι αργή, αφαιρούμαι, γυρίζω πίσω ξανά και ξανά στις σελίδες για να θυμηθώ την πλοκή, με την πρόκληση-πρόσκληση των 12 διηγημάτων της παιδικής μου φίλης, ο χρόνος συμπυκνώνεται και χρωματίζεται, γίνεται ρετρό και απόλυτα σύγχρονος. Είχα χρόνια να διαβάσω 94 σελίδες σε ένα πρωινό. Και να τις θυμάμαι…
Γιατί να αγοράσετε και να διαβάσετε το «Αλλού, στο Πουθενά», μετά τον «Κακό Χαρακτήρα», τις «Ομπρέλες στον Ουρανό» και το «Group Therapy» της Λουκίας Δέρβη; Εγώ προτείνω τουλάχιστον 12 λόγους:
1. Eίναι 12 διηγήματα πυκνά, σύντομα, τρυφερά, όχι μελό, ούτε φλύαρα. Αφιερωμένα στη μητέρα της Λουκίας, «για όλα αυτά τα χρόνια». Με εύστοχους τίτλους όπως «Πως χάθηκε η πανσέληνος».
2. Για την απόδραση, το ταξίδι, τη φυγή. Λάπηθος, Φιλιππούπολη, πλατεία Αμερικής, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Νυρεμβέργη, Τζιμπουτί, Μασσαλία, Κυψέλη, Πόντος. «Κάθε ταξίδι είναι μια μετανάστευση, κάθε ξεριζωμός μια προσφυγιά».
3. Τον πρόσφυγα και τον μετανάστη. Κοριτσάκια απίκραντα, «μια άγουρη γυναίκα, με ολοστρόγγυλο πρόσωπο σαν την πανσέληνο»... Άνθρωποι που ζουν ανάμεσα μας, «άπλυτοι και νηστικοί -με πείσμα όμως, που φούσκωνε την καρδιά μας». Μια «νονά, πλατωνική», η Ντόνι, «από το Αντώνη». Για τα χρόνια που «τα καλαμαράκια μας φαίνονταν συναγρίδα». Και ταξιτζήδες, «ψυχολόγους του δρόμου».
4. Για τις 12 ταινίες μικρού μήκους, τα 12 θεατρικά έργα. Με πρωταγωνιστές την Ανδρούλα, την Ντιλιάνα, την Γεωργία (σαν τη χώρα της), τον Τάτο, τον Παναγιώτη που έγινε Πητ, τον Στρατή, τον Κρις, την Ελένη, τον Στέλιο, την Μαίρη, την Αλίκη που έγινε Παλόμπα (που σημαίνει περιστέρι), τον Ιτσχάκ ή μπουλάκο, την γιαγιά Ευτυχία, την Σάλμα από το Ιράν, τον ξένο...
5. «Την χώρα του δεν ξέρω».
6. Τους Γάλλους που είναι σνομπ και άπλυτοι. «Ο ξάδερφος της, ήταν αντιπρόεδρος της Σιτροέν και οδηγούσε ένα ολοκαίνουργιο Ντεσεβό-μεγάλη πλάκα. Φορούσε μπερεδάκι και σταυρωτά σακάκια με φαρδιά πέτα κι είχε ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη. Πάντως ούτε σνομπ ήταν ούτε άπλυτος. Ίσα ίσα που μοσχομύριζε πάντα λεβάντα».
7. Την ερώτηση «Εμένα ποιος μ’αγαπάει τελικά;» Και σε παραλλαγή λίγο μετά: «Εμένα ποιος μ’αγαπάει τώρα;»
8. Τις μπλε γαρδένιες.
9. Το «σπίτι των δύο εποχών». Πριν και μετά το ψυχιατρείο.
10. Την αργκό. «Μωρό, πάρε μάτι αυτό το βιβλίο».
11. Για την φράση: «Δεν υπολόγιζα τη μοίρα του ανθρώπου. Αυτή που σε ακολουθεί από την κούνια μέχρι τη μέρα που θα σφαλίσουν τα μάτια σου χωρίς να σε ρωτήσει τι θέλεις και πού θες να πας. Αυτή που άμα σου'χει χτυπήσει μία φορά την πόρτα, ξέρεις να την ξεχωρίζεις».
12. Για την «Βραδινή Προσευχή». Το «Ταξίδι στο Τζιμπουτί». Την «Αποκλειστική». Το «Αλλού, στο Πουθενά». Το «210 9613655». Τους «Τουρίστες». Τις «μικρές σταγονίτσες προσμονής και ανοχής». Το τελευταίο διήγημα που διαβάζεται χωρίς τελείες, χωρίς αναπνοή. Λουκία, τι λες, «Να γίνουμε amies», όπως τότε; Θα είμαστε για πάντα φίλες «no matter what»; «Είμαι τουρίστας σ’αυτό τον πλανήτη». Τι σύμπτωση. Κι εγώ.