Πέμπτη βράδυ στην Κηφισιά. Λίγο πριν από τις 9 το βράδυ. Καθόμαστε για φαγητό σε ιταλικό εστιατόριο γνωστής αλυσίδας. «Έχετε κάνει κράτηση;», ρωτάει η σερβιτόρα παρά το γεγονός ότι όλα τα τραπέζια είναι άδεια, υπάρχουν μόνο δύο παρέες. «Όχι», η απάντηση. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι για να απολαύσουμε την γλυκιά βραδιά και να φάμε. Δεν είναι από τα μέρη που θα επέλεγα ποτέ για φαγητό, γιατί αγαπώ τις όμορφες και τίμιες γεύσεις και στο συγκεκριμένο restaurant, δεν έχω ευχαριστηθεί ποτέ κανένα πιάτο, ούτε καν τη σαλάτα, τα ορεκτικά... Για τα ζυμαρικά, ας μην μιλήσω καλύτερα. Αλλά δέχτηκα ...πίεση από την παρέα. Ο απολογισμός αυτή τη φορά; Πληρώσαμε 45 ευρώ για να φάμε 2 άτομα, pasta και σαλάτα. Κάτι το εμφιαλωμένο νερό, που το επιβάλλουν πλέον χωρίς να ρωτήσουν, το πανέρι με το ψωμί, η έξτρα χρέωση για το είδος του ζυμαρικού (επειδή ήταν tortellini και όχι πένες;), μείναμε με μια γλυκόπικρη γεύση. Φύγαμε αφήνοντας μια μερίδα υπεραλατισμένα και άκρως al dente τορτελίνι με όξινη κόκκινη σάλτσα που υποτίθεται ότι ήταν …κιμάς με σάλτσα ντομάτας (αλλά τον κιμά έψαχνες να τον βρεις) και πένες napoletana που απλώς ήταν …ξινές. Στη σαλάτα Caprese η ντομάτα σχεδόν δεν κοβόταν… Όταν θέλησα να ζητήσω μαζί με τον λογαριασμό να μιλήσω για κάποιον υπεύθυνο, ο σερβιτόρος ζήτησε να μάθει τι είχε συμβεί. Ψέλλισα πως η σάλτσα ήταν κάπως όξινη, μάζεψε βιαστικά τα γεμάτα ακόμη πιάτα και δεν επέστρεψε ποτέ. Όσο για την «υπεύθυνη» του ιταλικού εστιατορίου, ακόμη μας ψάχνει....
ΠΩΣ ΣΕ ΛΕΝΕ; ΣΑΝΤΡΥ; SHANTI; KANTI; ΣΑΝΔΗ; ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ;
Σήμερα γιορτάζει το μεγάλο μου κορίτσι. Η Πελαγία που έγινε Πελούσα και έχει ένα όνομα τόσο ξεχωριστό, όσο και η ίδια. Και το μεγάλο μικρό κορίτσι, η μαμά μου. Η Πελούσα που βαφτίστηκε Πελούσα. Το όνομα είναι αρχαίο Μακεδονικό. Με δύο λ, ρωτούν ξανά και ξανά όσοι το ακούν για πρώτη φορά; Έχει σχέση με την Πέλλα; Όχι. Είναι με ένα. Σίγουρα δεν είναι ισπανικό;
Oι δικές μας ιστορίες έχουν ελληνικές ρίζες. Κάπως έτσι η Παναγιώτα έγινε Ιώ, η Δήμητρα έγινε Ντέμη, κάπως έτσι γνωρίσαμε τον Αιμίλιο και την Αιμιλιάνα, τον Σπύρο και την Σπυριδούλα, την Εριάννα, την Εριγόνη, την Έλια, την Κίττυ, την Ίντα, τον Ντένη, τον Πασχάλη, τον Πέλλο, τον Αύγουστο, αγόρια απέκτησαν κοριτσίστικα ονόματα (και το αντίθετο), ας είναι καλά τα ονόματα των γιαγιάδων και των παπούδων που πρέπει να μας στοιχειώνουν για πάντα.
Τι να πω κι εγώ; Από τότε που γεννήθηκα και άρχισα να μιλάω, απολογούμαι για το όνομα μου. Συστήνομαι και επαναλαμβάνω το ίδιο ποίημα. Συνήθως το λέω δύο φορές γιατί δεν είναι κατανοητό με την πρώτη. Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα σε ένα αστυνομικό τμήμα και με έγραψαν Σάντρυ. Μια χαρά. Συνήθισα πλέον, δεν διορθώνω καν.
Τα έχω ακούσει όλα. Κάντι Κάντι. Σίντυ. Shanti (με ανάλογη προφορά). Σάνδη. Στο σχολείο τα αγόρια μου είχαν βγάλει και αντίστοιχο τραγούδι. Πολυφωνικό. Τα χρόνια πέρασαν και οι ερωτήσεις δεν άλλαξαν. Πώς σε λένε; Από που βγαίνει; Γιατί ξενικό; Από που είσαι; Γιατί δεν το άφησες Κυριακή, όπως σε βάφτισαν;
Αμαρτίες γονέων. Είναι ωραία τα περίεργα ονόματα. Όπως είναι ωραίοι οι περίεργοι άνθρωποι. Ας αποδεχτούμε το διαφορετικό. Ας συμφιλιωθούμε με ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει. Ας μάθουμε κάτι καινούργιο. Γιατί μπορεί τα αρχαιοελληνικά ονόματα να είναι διαχρονικά της μόδας, όμως αν την γιαγιά σου την έλεγαν Κυριακή και όχι Αφροδίτη, δεν χρειάζεται να απολογείσαι για το υπόλοιπο της ζωής σου. Με λένε Σάντυ και είμαι καλά. Σ-Α-Ν-Τ-Υ. Με ύψιλον παρακαλώ.
ΑCCESSORIZE ME AΡΩΜΑ ΚΑΡΥΔΑΣ ΚΑΙ BURGER ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΥ
Ποιο Survivor; Ποια Δομινικανή Δημοκρατία; Αφού ρώτησα πέντε οδηγούς ταξί, στην Πανεπιστημίου, στην πλατεία Ομονοίας, στο Εθνικό Θέατρο, έναν ποδηλάτη, λίγο πιο κάτω, κάτι θαμώνες μπαρ νωρίς το απόγευμα της Τετάρτης στον Κεραμεικό, βρέθηκα σε ένα μαγικό μέρος. The Big Cahuna, ένα πρώην εγκαταλελειμένο συνεργείο, πάνω σε έναν πεζόδρομο με μίνι σπίτια με γκράφιτι, καθαρό ουρανό, και μέσα, μουσική, χρώματα, μπαλόνια με καρπούζια, μια εμπνευσμένη καλύβα-ανοιχτή κουζίνα με άρωμα Καραϊβικής, πράσινα κοκτέιλ, σκυλιά, μπλόγκερ, καλλιτέχνες που ζωγράφιζαν λουλούδια και ροζ φλαμίνγκο σε τσάντες tote από καραβόπανο, σε τζιν ή λαδί αποχρώσεις. Και για περισσότερο bling bling, υπήρχαν σιδερότυπα Love, παγόνια και άγκυρες. Η πρόσκληση για να γνωρίσουμε την καινούργια συλλογή Αccessorize και Monsoon για το καλοκαίρι μυρίζει πάντα αντιηλιακό. Αυτή τη φορά είχε και άρωμα καρύδας. Αλλά και μάνγκο. Τι θα θυμάμαι; Τις μπανάνες με τον ανανά, δίπλα στα κοσμήματα. Τις διάφανες τσάντες Summer Love και Take me to Paradise. Τους παπαγάλους, τα ψάθινα καπέλα, την αφίσα για το Malibu. Τα flip-flops. Και την πληροφορία που είχα διαβάσει ότι στο συγκεκριμένο μέρος μπορείς να φας burger με κροκόδειλο. Parrot burger; Watermelon hot-dog; The Accessorize Times.
ΜΑΤΙΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΑΝΟΙΧΤΑ. WHO’S AFRAID OF DIMITRIS DASSIOS?
Orlando. Dassios. Kyris. H Εsther κλείνει τα μάτια της. Mπορούμε να τα ανοίξουμε τώρα; Την Τρίτη το βράδυ, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην οδό Ηρακλείτου (&Σκουφά). Σε μια γκαλερί που δεν είχα ανακαλύψει, την είχα αφήσει σαν Σπίτι της Κύπρου. Και τώρα, ως Evripidis Gallery, θύμιζε πάρτι της μόδας και της φωτογραφίας, με ανθρώπους που αγαπούν την ελληνική μόδα ειδικά όταν ταξιδεύει, αφηγείται ιστορίες, από την καλή και την ανάποδη, μπερδεύει υλικά, τζιν με χρυσάφι, φλουριά με χιτώνες, ανατυπώνει εικόνες σε συνέχειες, λεπτομέρειες στον τοίχο, στο ύφασμα, κινείται με κρόσσια, τραγουδά μια έθνικ μελωδία που εξελίσσεται και δυναμώνει…
Φαντάζομαι να φοράω τα τζιν μπουφάν του Δημήτρη Ντάσσιου, με μανίκια ή χωρίς, τα γιλέκα με τα πληθωρικά στολίδια, ή τα τζιν τζάκετ που θυμίζουν τα ρούχα του βασιλιά, και να ερμηνεύω ρόλους. Να τραγουδάω, να χορεύω, να πετάω ό,τι κοσμήματα φοράω, να αρκούμαι σε ένα μαύρο φόρεμα (ή λευκό, μάλλον καλύτερα κόκκινο) και να αισθάνομαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα. «Ιs this Rifat Ozbek? Νο. Δις ις Dimitris Dassios. Ας σιν μπάι δε φοτόγκραφερ Vangelis Kyris». Who’s afraid of Virginia Wolf? Who’s afraid of Dimitris Dassios?