Είδατε το νέο λογότυπο του βρετανικού οίκου Burberry με την υπογραφή του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή, Ντάνιελ Λι; Mπορεί και να μην το προσέξατε. Αποκλείεται όμως να μην στάθηκε το βλέμμα σας στην ολοκαίνουργια διαφημιστική καμπάνια του μέχρι πρότινος δημοφιλούς brand, ειδικά σκηνοθετημένη για την γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου και τους ερωτευμένους, με τίτλο «B:Μine»… Αν δεν την προλάβατε, μην αναρωτηθείτε τον λόγο. «Κατέβηκε» μετά από τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πρωταγωνιστούν αληθινά ζευγάρια (και στη ζωή), ουδέτερου φύλου, τα οποία, φωτογραφήθηκαν, φυσικά με ρούχα και αξεσουάρ του οίκου, όχι όμως σαν τα «κλασικά» μοντέλα αλλά σαν πρότυπα της διαφορετικότητας. «Παρουσιάζει σαν κάτι ωραίο και φυσιολογικό, κορίτσια που έχουν αφαιρέσει το υγιές τους στήθος», είναι οι πρώτες αντιδράσεις για την γυναίκα που ποζάρει με διπλή μαστεκτομή, χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε τον λόγο που έκανε την συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση. Για λόγους υγείας ή για να αλλάξει το φύλο της.
Στο Τwitter γράφουν τώρα πως πρόκειται για την «χειρότερη διαφήμιση που έγινε ποτέ», οι πρώην ακόλουθοι του brand ζητούν με τη δύναμη της εξουσίας των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης να ακυρώσουν την ύπαρξη της ετικέτας, κάνοντας «unfollow», για να δείξουν την αντίδραση τους. Επιμένουν πως η καμπάνια είναι «άσχετη», «προκαλεί αηδία», δεν θα αγοράσουν ποτέ ξανά, όχι καμπαρντίνα, αλλά ούτε …ομπρέλα Burberry.»
Πώς λέμε «advertising»; Kαλώς ορίσατε στον κόσμο του «shockvertising.» Γιατί δεν υπάρχει καλύτερη διαφήμιση από την «κακή». Την αρνητική. Την σκληροπυρηνική. Ή μήπως όχι; Γιατί σήμερα δεν περιμένεις να δεις μια εικόνα απαραίτητα μόνο στο περιοδικό ή την εφημερίδα, ξέρεις ότι θα συζητηθεί και στις παρέες, στις ειδήσεις, στα social media, στο γυμναστήριο…
Αξίζει να ανατρέξει κανείς στο παρελθόν για να διαπιστώσει πόσο επιρρεπής είναι τελικά η μόδα στην αισθητική, την καινοτομία, στην πρόκληση για την πρόκληση. Και φυσικά τις πωλήσεις. Γιατί όσο συζητάμε τελικά για ένα brand, έναν οίκο μόδας, μία διαφημιστική καμπάνια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το προϊόν. Αν θα θελήσουμε να το αποκτήσουμε ή να το ξεχάσουμε μια για πάντα. Διαδίδοντας, με το ανάλογο hashtag, ποια θα είναι η επόμενη ετικέτα που πρέπει να ….ακυρωθεί.
Το ρίσκο είναι πάντοτε εκεί. Όπως στην πρόσφατη περίπτωση του οίκου Balenciaga, με μία καμπάνια που δεν θα μπορούσε κανείς να προβλέψει πόσο έντονες επιπτώσεις θα είχε για την ιστορία, το παρόν και το μέλλον ενός ιστορικού οίκου που δημιουργήθηκε από τον Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα.
H εταιρία δημοσίευσε εικόνες με δύο ανήλικα κορίτσια που πόζαραν κρατώντας λούτρινα αρκουδάκια με σαδομαζοχιστικά αξεσουάρ, και υπονοούμενα. Η δημόσια κατακραυγή ήταν εξαιρετικά άμεση. Oι υπεύθυνοι ζήτησαν συγνώμη, -με πρώτο και καλύτερο τον καλλιτεχνικό διευθυντή του brand, Ντέμνα Γκβασάλια-, κατηγόρησαν σκηνογράφους και φωτογράφους, υπέβαλλαν μηνύσεις στους παραγωγούς της καμπάνιας. O λογαριασμός του οίκου στο Instagram διαγράφηκε και μπορεί κανείς να δει μόλις δύο φωτογραφίες. Ένας οίκος σε ελεύθερη πτώση, που επενδύει κάθε χρόνο περισσότερα από 100 εκ. δολάρια μόνο για τη διαφήμιση.
Η διαφήμιση φυσικά γίνεται για να τραβήξει την προσοχή. Να μην περάσει απαρατήρητη. Να επικοινωνήσει μηνύματα. Κι εκεί όμως, υπάρχουν όρια, σε μια εποχή που όλα επιτρέπονται. Και όλα ανατρέπονται. Δοκιμάζονται σίγουρα, μαζί με τα νεύρα μας, και τις αντοχές μας. Σκεφτείτε ότι ως μέσοι καταναλωτές, βομβαρδιζόμαστε καθημερινά με τουλάχιστον 5000 διαφημιστικά μηνύματα, αλλά θυμόμαστε μόλις τρία ή τέσσερα. Στην καλύτερη περίπτωση.
Είναι και το παράδειγμα του Κάλβιν Κλάιν με ένα μοντέλο χωρίς φύλο και ανοιχτό τζάκετ, στην τελευταία διαφήμιση του brand. Αλλά και σε μια πιο αθώα εποχή, το 1980, η 15χρονη τότε Μπρους Σιλντς εμφανίστηκε με τζιν και την ερώτηση: «Ξέρετε τι υπάρχει ανάμεσα σε μένα και το τζιν μου; Tίποτα.» Προτού προβληθεί καν η καμπάνια, είχε κιόλας αποσυρθεί. Αλλά έγραψε ιστορία. Και συζητήθηκε όσο λίγες. Οι πωλήσεις των τζιν εκτοξεύτηκαν, όπως και η καριέρα του νεαρού σούπερ μοντέλου που δεν είχε γίνει καν ηθοποιός. Έκτοτε έκανε 300 εξώφυλλα και έπαιξε στο Χόλιγουντ σε ταινίες-μπλοκμπάστερ όπως η «Γαλάζια Λίμνη» και το «Endless Love.»
Ο Κάλβιν Κλάιν είχε πει τότε: «Υπάρχουν πράγματα που αρνήθηκα να κάνω γιατί δεν άξιζε το ρίσκο. Τι να κάνω; Πώς θα δείξω τα εσώρουχα που σχεδιάζω; Θα τα βάλω στο πιο όμορφο σώμα που μπορώ να βρω. Δεν νομίζω ότι πουλάω σεξ. Υπάρχουν άνθρωποι που καταλαβαίνουν τι κάνω και άλλοι που δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Θα είχα μεγαλύτερο πρόβλημα αν κανείς δεν ενδιαφερόταν. Τότε θα γινόμουν έξαλλος.»
Η διαφορετικότητα πουλάει. Οι Dolce&Gabbana έχουν κατηγορηθεί, εκτός για οικονομικά σκάνδαλα, και για ρατσιστικές διαφημιστικές καμπάνιες που παρουσίασαν με το λογότυπο τους και ύστερα, με τον γνωστό μαγικό τρόπο, «εξαφανίστηκαν.» Για να μην προκαλέσουν περισσότερο. Ο Ντομένικο Ντόλτσε και ο Στέφανο Γκαμπάνα έχουν χαρακτηριστεί από ρατσιστές και ομοφοβικοί μέχρι μισογύνηδες, για τις «ιστορίες» που έχουν επιλέξει να αφηγηθούν, προκειμένου να παρουσιάσουν τις συλλογές στο κοινό τους. Όπως όταν το 2018 λάνσαραν μία σειρά από βίντεο-υπερπαραγωγές στο Facebook, στο Instagram και στο Τwitter, με ένα μοντέλο από την Κίνα που είχε μεγαλώσει τα μάτια της, έτρωγε μακαρονάδα με ξυλάκια, με ασορτί σπικάζ, δήθεν χαριτωμένο. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αντιδράσεις ήταν άμεσες. Η απάντηση των Ιταλών ιδρυτών του οίκου υπήρξε απολογητική: «Ανέκαθεν αγαπούσαμε την Κίνα. Λατρεύουμε την κουλτούρα σας και σίγουρα έχουμε να μάθουμε πολλά από εσάς. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και λυπούμαστε αν κάναμε λάθη στον τρόπο που επιλέξαμε να εκφραστούμε. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί. Από τα βάθη της καρδιάς μας, ζητάμε συγχώρεση.»
Ο Ολιβιέρο Tοσκάνι πάλι, έπαιξε και κέρδισε, με το παιχνίδι των εντυπώσεων, για την Benetton, δημιουργώντας μία μικρή επανάσταση. Aπό τη δεκαετία του 70 μέχρι και τις αρχές του 2000, η εταιρία δημιουργούσε πρωτότυπες ιστορίες σε εξέλιξη, σχεδόν κινηματογραφικές, πάντα με συναίσθημα. Τα «ενωμένα» χρώματα. Άσπρο και μαύρο. Τρεις ανθρώπινες καρδιές, με τις λέξεις «λευκή», «μαύρη», «κίτρινη», για να είναι ξεκάθαρο το μήνυμα. Ένας παππάς που φιλάει μία μοναχή. Μία έγχρωμη γυναίκα που θηλάζει ένα λευκό μωρό. Ένας άνδρας που πεθαίνει από Aids περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του. Στην περίπτωση του Ολιβιέρο Τοσκάνι δεν διαφημίζονται τα ρούχα, αλλά η ανθρωπιά, το κοινωνικό μήνυμα, τα πρόσωπα έχουν να πουν πολλά χωρίς να μιλούν, βλέπεις τις εικόνες και ξέρεις ότι είναι διαφήμιση της Benetton. Κι αυτό ακριβώς είναι το στοίχημα. Η πρόκληση. Να τραβήξεις την προσοχή, να προκαλέσεις χωρίς να προκαλέσεις, να κάνεις τη διαφορά χωρίς να εξοργίσεις την κοινή γνώμη, να στενοχωρήσεις όσους σε βλέπουν και σε ακολουθούν…
Ρισκάρεις με κάθε κλικ. Φωτογραφήσεις του Τέρι Ρίτσαρντσον για τον οίκο Gucci, με την καθοδήγηση του Τομ Φορντ, έγραψαν επίσης ιστορία, με αγόρια και κορίτσια σε προκλητικούς ρόλους. Όπως το αγόρι που φωτογραφήθηκε ημίγυμνο, παίζοντας με την ζώνη του τζιν του. Ή η καμπάνια του οίκου Gucci, το 2003, με ένα αγόρι που ακουμπάει το πίσω μέρος του φορέματος της παρτενέρ του. Το 2000, ο Yves Saint Laurent προβάλλει το μοντέλο Σόφι Νταλ, ολόγυμνο, σαν άγαλμα με τακούνια, για την καμπάνια του νέου αρώματος. Οι αντιδράσεις, εκρηκτικές. Ο Τέρι Ρίτσαρντσον και πάλι, αυτή τη φορά, για την Sisley, «φώτισε» ένα κορίτσι που αρμέγει μια αγελάδα και γεμίζει το πρόσωπο της με γάλα. Το 2001. Ο Μάριο Τεστίνο φωτογράφισε για τον οίκο Gucci, το μοντέλο Κάρμεν Κας, με το λογότυπο του οίκου ξυρισμένο κάτω από το πολυτελές εσώρουχο που φορούσε. Η ηθοποιός Τζουλιάν Μουρ πόζαρε τo 2011, στα 49 της χρόνια, γυμνή, για τον οίκο Bulgari, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Αν επηρεάστηκε η καριέρα της; Κάλυψε την γύμνια της με μία τσάντα, κοσμήματα και δύο μωρά λιοντάρια, κι έγινε πλουσιότερη κατά αρκετά εκατομμύρια δολάρια. Και πρωταγωνίστησε σε φιλμ του Τομ Φορντ. Ντυμένη αυτή τη φορά.